Νάνος Βαλαωρίτης: Θα συνεχίσω να γράφω και μετά θάνατον;
Αν θα ’πρεπε να αναζητήσω από τις δικές του φράσεις μία που να τον ζωγραφίζει καλύτερα, αυτή είναι – ‘‘Θα συνεχίσω να γράφω και μετά θάνατον;’’ Το επισημαίνει και ο Γιώργος Μπλάνας αυτό. Τη στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι συγγραφείς κατατρύχονται από το ερώτημα – ‘‘Άραγε θα συνεχίσω να διαβάζομαι και μετά θάνατον;’’ Ανάποδο ερώτημα, αναποδιάρικο. Στην αρχή χαμογελάς – ο ποιητής ως το πλέον εργασιομανές όν… Αμέσως μετά σαστίζεις, διαπιστώνοντας ότι αποτελεί ερώτηση-Λερναία Ύδρα, με αμέτρητες άλλες ερωτήσεις δίπλα της να απειλούν τη λογική σου – ερωτήσεις που έχουν να κάνουν με τη ζωή, τον γράφοντα άνθρωπο, τον χρόνο, το όριο, τη διακοπή, το μετά, το τι; Στη συνέχεια αρχίζουν να σου φανερώνονται μία μία οι παγίδες που έχει κρύψει ο ερωτών στο ερώτημά του. Βλέπεις την ειρωνεία του, τον σαρκασμό του, τον κωμικό του μορφασμό, την αυτοϋπονομευόμενη έπαρσή του, την κίνησή του ως εκκρεμές από την φωταψία της υπεροχής ως τον κυνισμό της μηδαμινότητας. Αλλά διακρίνεις και κάτι σαν ανομολόγητη ελπίδα, σαν διάθεση διαπραγμάτευσης του όλου πράγματος, σαν ικεσία…
Μέχρι που ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ μιας παλιά πολυκατοικίας στο Κολωνάκι και βλέποντάς τον να σε περιμένει στην είσοδο του διαμερίσματός του με το κεφάλι του γερμένο ελαφρώς δεξιά, με κάτι ταυτόχρονα στοχαστικό και περιπαικτικό στο βλέμμα του και στο χαμόγελό του, σου ’ρχεται αντί να τον χαιρετήσεις, να του πεις – ‘‘Παράτα μας ήσυχους, χριστιανέ μου!’’ Παρατηρώντας εναργώς τις αντιδράσεις του και στο ‘‘παράτα μας’’, και στο ‘‘ήσυχους’’, και στο ‘‘χριστιανέ’’, και στο ‘‘μου’’.
Γιατί τα γραπτά του είναι γεμάτα από τέτοιου είδους ερωτήματα – ‘‘Άραγες αν είχε μείνει αθάνατος ο Αχιλλέας ή ο Μεγαλέξανδρος, θα ζούσαν κάπου ακόμα σήμερα;’’ ή ‘‘Τι ωφελεί να ’σαι αθάνατος, όταν δεν έχεις παρέα;’’ ή, τέλος, ‘‘Βρε κουτέ, γιατί τόσο κόπο, αφού η πόρτα ήταν ανοιχτή;’’.
Στην ανοιχτή πόρτα πίσω του, ένας χώρος γεμάτος με βιβλία παντού στο πάτωμα και στενά μονοπάτια ανάμεσά τους, ως τις δύο μοναδικές πολυθρόνες – η μία για τον ίδιο, η άλλη για τον επισκέπτη του. Προσανατολίζεται με απίστευτη ευκολία μέσα σ’ αυτό το ιδιωτικό χάος, ανακαλύπτει αμέσως ένα κολάζ του από το 1977 ή ένα αντίτυπο του περιοδικού ‘‘REDISU’’ που εξέδωσαν την άνοιξη του 1965 στην Αθήνα οι μπητνίκοι (ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και η παρέα του), που ο ίδιος είχε καλέσει εδώ. Βιβλία ποίησης τα περισσότερα, περιοδικά ποίησης στα ελληνικά, στα αγγλικά, στα γαλλικά.
‘‘Δεν μπορούμε να πούμε αν η ποίηση είναι χρήσιμη ή όχι. Δεν μπορεί να τεθεί έτσι το ερώτημα, διότι η ποίηση είναι μια φυσική λειτουργία του ανθρώπου, όπως η ανάσα, όπως το γεγονός ότι ονειρευόμαστε. Κανείς δεν αναρωτιέται αν είναι φυσιολογικό το να ονειρευόμαστε. Όμως, αφού ονειρευόμαστε, η ποίηση είναι αναπόφευκτη. Χρειάζεται, βέβαια, και το χάρισμα, το δώρο…’’
Προσπαθώ να διερευνήσω το πού τοποθετεί τον εαυτό του στις σκαλωσιές της ποίησης. Του λέω για τη μεγάλη ποίηση, αυτή που αγαλματοποιεί τον χρόνο, τον μορφοποιεί και τον καθηλώνει. ‘‘Υπάρχουν μόνο τρεις πραγματικά μεγάλοι ποιητές – ο Όμηρος, ο Δάντης και ο Σαίξπηρ. Ακολουθούν οι εύστοχοι ποιητές – οι μεταφυσικοί Άγγλοι, οι Γάλλοι του Μπαρόκ, οι ρομαντικοί του 18ου αιώνα, ο Μπλέηκ…’’. Και στην Ελληνική Γραμματεία; Αναφέρεται στον Σολωμό, στον Κάλβο, στον Παλαμά, στον Σικελιανό. Δεν ξέρω αν παραλείπει επίτηδες τον Κωνσταντίνο Καβάφη. ‘‘Ο Καβάφης είναι ο πιο αναγνωρισμένος παγκοσμίως Έλληνας ποιητής’’, λέει. ‘‘Ανέβηκε πολύ ψηλά’’, συνεχίζει και δεν μπορώ να καταλάβω αν μιλάει σοβαρά ή αν αστειεύεται, ‘‘ήρθε η ώρα να τον αποκαθηλώσουμε…’’.
Ζητώ την άδεια ν’ ανάψω τσιγάρο. Μου τη δίνει. Κάποια στιγμή μου δημιουργείται η εντύπωση ότι ευχαριστιέται την οσμή του ταμπάκου στην ατμόσφαιρα. ‘‘Υπήρξα για πολλά χρόνια καπνιστής’’, παραδέχεται.
Όταν γυρνάει πίσω, στο παρελθόν του, θυμάται τα χρόνια του Κολεγίου Αθηνών της δεκαετίας του 1930. Η μεταξική δικτατορία και η απέχθειά του προς τη στρατιωτικοποίηση της μαθητικής του ζωής. Κάπου εκεί συναντήθηκε με την Αριστερά και τις παράνομες μαρξιστικές ομάδες. Διαβάζει ό,τι του πέφτει στα χέρια – τους κλασικούς, τον Τρότσκι, ακόμα και τους αναρχικούς της Ισπανίας. Με την Κατοχή μπαίνει στο ΕΑΜ. Αρχίζουν οι συμπλοκές με τους Γερμανούς, αλλά και οι αιματηρές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις διάφορες αντιστασιακές ομάδες. ‘‘Θυμάμαι ότι ο Άδωνις Κύρου ανήκε σε μια τέτοια δεξιά ομάδα. Έγινε απόπειρα εναντίον του, αλλά κατάφεραν μόνο να τον τραυματίσουν. Κατόπιν, μη ξέροντας τι να κάνουν και μη μπορώντας να τον αποτελειώσουν, οι παρ’ ολίγον δολοφόνοι του τον μετέφεραν οι ίδιοι στο νοσοκομείο. Τραγελαφικά πράγματα που μόνο σ’ αυτόν τον τόπο μπορούν να συμβούν...’’
Το 1944 τον βρίσκει φοιτητή στο Λονδίνο. Μέχρι το 1953. Γνωρίζεται με τον Τόμας Έλιοτ. Κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο (‘‘Η τιμωρία των μάγων’’, 1947). Πρώτος αυτός μεταφράζει στην αγγλική γλώσσα Έλληνες ποιητές της λεγόμενης ‘‘Γενιάς του ’30’’ – Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο και Γκάτσο. Οι περισσότεροι από τους μεταφρασθέντες είναι φίλοι του.
Μου δείχνει κάτι φωτογραφίες του (νεότατος, χωρίς τη λευκή κόμη των ογδόντα εφτά του χρόνων) που του είχε τραβήξει ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο σπίτι του, τον οποίο επισκεπτόταν συχνότατα. ‘‘Οι ποιητές που με ανάθρεψαν είναι η, ας την πούμε, αγγλοσαξονική τάση του μοντερνισμού, που εκφράστηκε στην Ελλάδα από τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος έκανε μια ποίηση που θυμίζει αυγό. Από την άλλη, οι υπερρεαλιστές. Επισκεπτόμουν πολύ συχνά το σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, μια δυο φορές την εβδομάδα, από τον καιρό της Κατοχής κιόλας. Εκεί δημιουργήθηκε το υπερρεαλίζον ρεύμα στην ελληνική ποίηση. Στην αρχική ομάδα που αποτελούνταν από τον οικοδεσπότη, τον Εγγονόπουλο, τον Γκάτσο και τον Ελύτη, σιγά σιγά μπήκαμε κι εμείς οι κάπως νεώτεροι – εγώ, ο Κακναβάτος, ο Παπαδίτσας και ο Σαχτούρης. Θυμάμαι έντονα τη λύσσα των κριτικών εναντίον του Εγγονόπουλου, την πλάκα που του έκαναν, ακόμα και σε θεατρική επιθεώρηση είχε γίνει νούμερο. Είχαν κάτι το διονυσιακό αυτές οι επιθέσεις. Ήταν σκέτο πανηγύρι… Αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, θυμάμαι το πόσο διασκεδάζαμε στο σπίτι του Εμπειρίκου, όπου μας διάβαζε σε συνέχειες τον ‘‘Μεγάλο Ανατολικό’’. Αποσπάσματά του δημοσίευσα στο περιοδικό ‘‘Πάλι’’… Δεν ξεχωρίζω κανέναν από τους Έλληνες σουρεαλιστές. Παρότι διαφορετικοί μεταξύ τους, είναι όλοι τους ισότιμοι, δηλαδή ο τρόπος που χρησιμοποιούν τη γλώσσα είναι εξ ίσου καλός.’’
Του λέω ότι είχα κερδίσει στο τάβλι από έναν αντιεξουσιαστή συγγραφέα και εκδότη όλα τα τεύχη του περιοδικού ‘‘Πάλι’’ δεμένα σε τόμο. Κλέβοντάς τον, μάλιστα, στις ζαριές. Γελάει. Μετά σωπαίνουμε για λίγο. Παρά το κλειστό παράθυρο, οι ήχοι της Πατριάρχου Ιωακείμ εισβάλλουν και στο δωμάτιο. Σκέφτομαι ότι ‘‘η νέα πολιτεία έχει δύσπνοια, ενώ η παλιά δεν έχει γεννηθεί ακόμα’’. Κάποιος κορνάρει επίμονα, όμως ‘‘πιστέψτε με, ώσπου να μας εκτελέσουν, περνάμε θαυμάσια εδώ στα Αροάνια’’. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι τις πιο όμορφες ίσως στιγμές της ζωής μου τις έχω περάσει συνομιλώντας με κάποιους από τους μεγάλους ποιητές μας, ανιχνεύοντας ‘‘τοπία ασχημάτιστα ακόμα από τα γραφτά τους’’. Αίφνης, ανακαλύπτω ότι εξίσου σημαντική με την ποίησή τους είναι και η ζωή τους. Μου φαίνεται ότι ήρθανε σ’ αυτό τον κόσμο ‘‘μ’ έναν τενεκέ πετρέλαιο για θέρμανση χειμερινή, να ξαναλειτουργήσει το Κρυφό Σχολείο, ν’ αναμορφωθούμε όλοι’’.
Στο Παρίσι μένει κοντά δέκα χρόνια, από το 1954 μέχρι το 1960. Γνωρίζει τον πατριάρχη του σουρεαλισμού, τον Αντρέ Μπρετόν και την καινούργια του ομάδα. ‘‘Ήταν η εποχή που είχε πάρει αποστάσεις από τους τροτσκιστές, θεωρούσε τον Τρότσκι υπεύθυνο για τον τουφεκισμό των ναυτών στην Κροστάνδη… Κανονικός Κέλτης. Απεχθανόταν την Ελλάδα και την Ιταλία. Μονάχα ένα καλοκαίρι φιλοξένησα τη γυναίκα του εδώ. Την Ιταλία ως κληρονόμο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που είχε κατακτήσει τους Γαλάτες, και την Ελλάδα επειδή είχε υποδουλώσει όλη την Ευρώπη πνευματικά… Ήξερε, βέβαια, ότι ο Διόνυσος είναι ο θεός του παραλόγου, αλλά εκτιμούσε μόνο τον Όμηρο, τον Αισχύλο, τον Ηράκλειτο και τον Λυκόφρονα της αλεξανδρινής ποίησης. Α, και το Μαντείο των Δελφών…’’
Ακολουθεί η περίοδος της Αμερικής. Από το 1968 διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Τον κατηγόρησαν πολλοί γι’ αυτές του τις διαρκείς μετακινήσεις ανά τον κόσμο, συχνά στους φιλολογικούς κύκλους το όνομα Νάνος Βαλαωρίτης συνοδευόταν από τον χαρακτηρισμό ‘‘κοσμοπολίτης’’. Ως μομφή. Ίσως να ενοχλούσε το γεγονός ότι (από διαίσθηση; Από τύχη; Από αναγκαιότητα;) κατάφερνε να βρίσκεται στα αλχημικά εργαστήρια όπου κατασκευαζόταν και δοκιμαζόταν ό,τι πιο καινούργιο, ό,τι πιο φρέσκο στο χώρο της ποίησης. Και λησμονούσαν ότι εν τελική αναλύσει – ‘‘Δεν υπάρχουν εμπόδια, η σκέψη είναι απέραντη, αστείρευτη, ανανεώνεται αιώνια: Είναι μια φοβερή και ακατάσχετη συνήθεια. Ένας ήλιος που δεν δύει κι ούτε ανατέλλει, είναι κάτι που δεν είναι πουθενά’’.
Τον ρωτάω τι ήταν αυτό που τον προσέλκυσε στην ποίηση των μπητνίκων. Μήπως το κοινωνικό τους κοίταγμα. Με τα τόσα χρόνια διδακτικής εμπειρίας στην πλάτη του γίνεται αναλυτικός. Ψαχουλεύει την πορεία του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού μετά τον Έλιοτ και τον Πάουντ, όταν υποχώρησε η ‘‘Ομάδα του ’30’’ με τον Όντεν και τον Ντύλαν Τόμας, έδωσε τη θέση της στην ‘‘αποκαλυπτική τάση’’ και σταδιακά άρχισε να συντηρητικοποιέιται με τον ομφαλοσκοπικό ‘‘αγγλισμό’’ της δεκαετίας του ’50. Στην Αμερική, που σε ζητήματα τέχνης λειτουργεί ως συγκοινωνούν δοχείο με το Ηνωμένο Βασίλειο, αυτό μεταφέρθηκε ως αναγέννηση του ακαδημαϊσμού. ‘‘Μια αφόρητα βαρετή ποίηση. Ευτυχώς, στα μέσα αυτής της δεκαετίας εμφανίζονται οι beats, με Τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, τον Γκρέγκορι Κόρσο, τον Λόρενς Φερλινγκέτι, τον Τζακ Κέρουακ, τον Ουίλιαμ Μπάροουζ. Βρίσκουν μια καινούργια έκφραση – με την αμεσότητα της προφορικής γλώσσας του δρόμου, χωρίς εμβριθείς αναφορές, και μια έντονη αντίθεση στο κατεστημένο. Ανατρεπτικοί με τον τρόπο τους όλοι. Έδωσαν μια καινούργια έκφραση στον ποιητικό λόγο, κάτι που με ευχαρίστησε. Έγινα φίλος τους’’.
Στο ημίφως του απογευματινού διαμερίσματος κάθεται απέναντί μου και μου μιλάει ένας δημιουργός που έχει ανταλλάξει απόψεις, έχει συνφάγει, έχει πιεί με όλους εκείνους που γύρισαν την πλάτη τους ‘‘στα πρόσωπα τα βλοσυρά των τυρρανίσκων των γραφείων’’ και ‘‘στων καθημερινών ειδήσεων την πλεκτάνη’’, και αναστάτωσαν μια ολόκληρη γενιά με τα ουρλιαχτά τους, τους ελεύθερους έρωτές τους, την σπαρακτική τους γυμνότητα, τα ψυχεδελικά ταξίδια τους στην κόλαση και στον παράδεισο ταυτοχρόνως. Σ’ αυτό το ημίφως, ο άνθρωπος απέναντί μου αποκτάει διαστάσεις μυθολογικές.
Και σήμερα; Τι κάνει σήμερα; Γράφει, γράφει, γράφει… Με τον ‘‘Έγχρωμο στυλογράφο’’ του και χρησιμοποιώντας τα ‘‘Ανιδεογράμματα’’ μιας ‘‘Αλφαβήτου κωφαλάλων’’, συνεχίζει ως ‘‘Αλληγορική Κασσάνδρα’’ την ‘‘Πουπουλένια εξομολόγησή’’ του. ‘‘Κατά μόνας και εν κρυπτώ’’, όπως πάντα συντελείται το θαύμα. Κρατώντας, βέβαια, και τις κεραίες της ευαισθησίας του για τα τεκταινόμενα εντός της κοινωνίας σε εγρήγορση. Στις πρόσφατες εκλογές (*σημ.: το παρόν άρθρο γράφτηκε τον Νοέμβριο του 2007) ήταν επικεφαλής του Κόμματος των Πρασίνων. ‘‘Τα ζητήματα της οικολογικής καταστροφής είναι σήμερα τα σοβαρότερα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα’’, λέει. ‘‘Πρέπει πρώτα να εξασφαλίσουμε τη ζωή στον πλανήτη μας, που απειλείται από τα συμφέροντα των πολυεθνικών. Αυτή είναι η πρώτη μας προτεραιότητα και μας επιβάλλεται εκ των πραγμάτων…’’
Έχει αρχίσει να σουρουπώνει όταν φεύγω από το σπίτι του. Έξω γίνεται χαμός. Άνθρωποι, αυτοκίνητα, μεταλλικοί ήχοι – το σύνηθες αλισβερίσι του άστεως. ‘‘Από πότε φέρονται στα μήλα έτσι;’’ Συλλογίζομαι. ‘‘Αυτό είναι απαράδεκτο… είναι ρατσισμός’’.
(Με πλάγια γραφή είναι γραμμένοι είτε στίχοι του Νάνου Βαλαωρίτη είτε τίτλοι ποιητικών του συλλογών.)
***
Πάνος Σταθόγιαννης, ‘‘ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΝ’’, περιοδική έκδοση του Π.Ο.Υ. Υπουργείου Πολιτισμού, τεύχος 04, Νοέμβριος 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου