ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ
στους αστοριανούς φίλους Γιώτα και Δημήτρη.
Ένα παγκάκι μοναχικό-σαν άνθρωπος στη βροχή. Μακρινός ήχος φλάουτου διαλέγεται με το φλοίσβο. Η θάλασσα αόρατη. Ένας άνδρας και μια γυναίκα βγαίνουν από το σκοτάδι και κάθονται στο παγκάκι. Η κουβέντα τους είναι ψιθυριστή, όμως ακούγεται από ηχεία που εντείνουν στο έπακρο τις ανάσες.
-ΑΝΔΡΑΣ: Πριν από λίγο τον είδα…Θα τον ξέρεις. Βρίζει απόντες φίλους στα λεωφορεία. Ψάχνει τα μάτια των γυναικών. Μερικές φορές μιμείται τους παλιούς εισπράκτορες. (Παριστάνει μακρόσυρτα): "Φύαμεεε.. Τέρμα τα πράσινααα…". Κραυγάζει τα μυστικά του μέσα στη νύχτα σε άγνωστους ανθρώπους. Τον έχεις δει;
-ΓΥΝΑΙΚΑ : Θα λες τον… Ναι, τον θυμάμαι.
-ΑΝΔΡΑΣ: Στο τέλος της διαδρομής χτυπάει εισιτήριο για την επιστροφή. Δεν κατεβαίνει. Μιλάει στα άγνωστά του παιδιά για τα νυχτολούλουδα, ανασηκώνοντας το γιακά του παλτού του.
-ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι… (Αιφνιδίως αφηρημένη).
-ΑΝΔΡΑΣ: Ε, πριν από λίγο τον είδα στην πλατεία με γκ…με γυναίκα। Ήταν όμορφη όσο και οποιαδήποτε αντιγραμμένη γκραβούρα. Αλλά να...Δεν ήταν πια μόνος.(Παύση). Έμεινε μόνον αυτό το σπάραγμα... Δεν προχώρησα πιο πέρα.
(Ακούγεται μια παιδική φωνή που τραγουδάει ένα ιδιόμελο μονόλεκτο: Απιτιπιτιρινούια).
-ΑΝΔΡΑΣ: (Βλέπει τη γυναίκα που αινιγματική τον παρακολουθεί όπως η γάτα τον ποντικό): ΄Έλεγες… Το είχαμε γράψει και στη φλούδα.. Το θυμάσαι; Το "τίποτε δεν". Εκεί στο λόφο. (Μιλάει τώρα εντελώς διαφορετικά, σα να πιάνει μια παλιά κουβέντα που είχαν αφήσει στη μέση). Κι ύστερα…Νόμιζα ότι το κατάλαβες.. Αναφερόμουν στη δυσκολία να γράψεις κάτι στις μέρες μας.. Να δημιουργήσεις γενικά.. Αρχίζεις, αλλά δεν..(Σταματάει μάλλον γιατί φοβάται τη λέξη που η γυναίκα προφέρει με κακεντρεχή σχεδόν άνεση).
-ΓΥΝΑΙΚΑ:Τελειώνεις…(Για να γλυκάνει τα πράγματα γλιστράει, απομακρύνεται από τη συνέχεια που πονάει). Ποιο είναι το κομμάτι που μου έλεγες; Πρόκειται για καταγραφή ονείρου ή είναι αυτό που ονομάζεις "αι-φνί-διο λό-γο"; (Αραιά προφέρει για να τονισθεί ότι αποποιείται το αδόκιμο).
-ΑΝΔΡΑΣ (Βγάζει ένα χαρτί από την τσέπη του. Ταραγμένος πάει να σκουπίσει τον ιδρώτα του με αυτό): Δεν το σκέφτηκα, γι αυτό το χαρακτήρισα έτσι. Όλοι καταγράφουμε τα νυχτερινά μας φαντάσματα. Υπάρχουν βέβαια κάποια όνειρα αισθήσεων, αισθημάτων καλύτερα, απερίγραπτα. Άλλα όμως μπορούν να περιγραφούν, να σκιτσαριστούν με λέξεις.
-ΓΥΝΑΙΚΑ (Ανυπόμονα): Λοιπόν;
-ΑΝΔΡΑΣ :Μια εικόνα μου έχει μείνει εδώ (δείχνει το χαρτί). Το κατέγραψα βιαστικά και μισοκοιμισμένος. Δυσκολεύομαι να τα βγάλω.(Διαβάζει αργά): "ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΑ ΠΛΕΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΣΤΑΤΙΚΟ ΥΠΤΙΟ. ΦΟΡΟΥΣΕ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΜΠΛΕ ΚΟΣΤΟΥΜΙ. ΠΛΑΙ ΤΟΥ ΕΠΛΕΕ ΜΙΑ ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ. ΑΣΠΡΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ".
-ΓΥΝΑΙΚΑ:Εικόνα. Από εκείνα τα εναργή, εικονογραφημένα όνειρα.
-ΑΝΔΡΑΣ: Τώρα το νιώθω σαν μια σωματικότητα συναισθημάτων.
-ΓΥΝΑΙΚΑ (Αρπάζοντας την ευκαιρία για να επανέλθει στο προσφιλές της μοτίβο): Πάντως περιγράφει ένα τέλος.
(Ακούγεται μια μπάντα να παίζει σμυρναίικο μαρς. Η γυναίκα πλέον μοιάζει να μιλάει σε άλλο πρόσωπο, άλλου καιρού). Θυμάσαι εκείνο το οικόπεδο με τις τσουκνίδες; Τι να έχει γίνει το γύψινο πρόπλασμα της κόρης που είχαμε βρει; (Κοιτάζει επίμονα τον άνδρα).
-ΑΝΔΡΑΣ (Μοιάζει, ξαφνικά σαν να ερμηνεύει το βλέμμα της Τζοκόντας που΄ χει δίπλα του): Ω, ο καιρός των στοιχημάτων…(Σηκώνεται σα ρομπότ, το χαρτί με το καταγραμμένο όνειρο του πέφτει στα πόδια του πάγκου). Σύμφωνοι. Αν βρούμε την προτομή, όλα…
-ΓΥΝΑΙΚΑ (Συνεχίζοντας την φράση του).. σίγουρα θα μείνουν ως έχουν. Και η υπόσχεση στον κορμό του δέντρου, θα ισχύει. Στην αιωνιότητα.
( Σηκώνονται και οι δυο. Βγαίνουν από αριστερά. Ξαφνικά πέφτει μια ομίχλη πυκνή. Ακούγεται η γνωστή παιδική φωνή: "Σήμερα στην καλυβούλα, δίπλα στο περίπτερο του Κουσουρή…Καραγκιόζης…Στις επτά…Τρεις δεκάρες μόνο.. Η παράσταση: "Ο Καραγκιόζης και η ψητή μαϊμού…". Από δεξιά μπαίνουν και κάθονται στο παγκάκι δυο ΨΑΡΑΔΕΣ. Ο ΨΑΡΑΣ Α΄ φοράει φθαρμένο μπλε κουστούμι και σπάζει νευρικά τα κλαράκια ενός θυμαριού που κρατάει στο χέρι. Ο ΨΑΡΑΣ Β΄ είναι ντυμένος με παλιά ρούχα εργάτη της θάλασσας. Πλάι του ακουμπάει μιαν απόχη κι ένα τσουβάλι με θυμάρια).
-ΨΑΡΑΣ Α΄: Ρε, δεν μ ενδιαφέρει, το καταλαβαίνεις;
-ΨΑΡΑΣ Β΄: Τρία χιλιάρικα έπιασα μέσα σε μια ώρα. Γαριδούλα αντί για σκουλίκι του βούρκου. (Σταματάει απότομα για να απαντήσει σε κάτι που ο φίλος του είχε εκστομίσει πριν από ώρα). "Όχι" θα σου πει… Τι να δει ρε μάπα; (Πιο επιθετικός τώρα, πιάνοντας το πέτο του άλλου). Το ρούχο του μακαρίτη του γέρου σου που γύρισε τα παζάρια του κόσμου πουλώντας πεταλούδες με πλαστικά φτερά; Έτσι τις ρίχνουν τις γυναίκες; Με κοστούμια και σάλια;
-ΨΑΡΑΣ Α΄: (Με αφηρημένη θλίψη και απορία). Με… με τι;
-ΨΑΡΑΣ Β΄:Με καμπριολέ και κινητό και (εγγίζει τα χείλη του) με παραμύθιασμα και λουλούδια. Μπορείς ρε συ να πεις τίποτε άλλο από το " τι ωραία που είσαι;".
- ΨΑΡΑΣ Α΄: Δεν το΄ πα ούτε κι αυτό…(Παύση. Αφηρημένος, σα να ονειροπολεί). Όμως… όμως το νιώθω ότι με θέλει. (Απότομα και περίπου φοβισμένα). Πρέπει να με θέλει….Γιατί αλλιώς…
-ΨΑΡΑΣ Β: (Βλοσυρός και ξαφνιασμένος). Γιατί…γιατί τι;
-ΨΑΡΑΣ Α΄: (Με τρόμο σχεδόν). Τίποτε…(Άδειος, φαίνεται να μελετά ένα ενδεχόμενο). Πες μου για το θυμάρι..
-ΨΑΡΑΣ Β΄: (Αναστενάζει): Γλιτώνεις το σκάψιμο με τα πόδια στο βούρκο.. Ξέρεις εσύ.. Γυαλιά και πέτρες που κόβουν τα δάχτυλα. Τίποτε από αυτά με το θυμάρι. Καρφώνεις τούτο εδώ (πιάνει το κλαδάκι και του το δείχνει), το μπήγεις στο βυθό. Οι γαριδούλες, το καλύτερο δόλωμα, έρχονται και μπλέκουν πάνω του. Τις μαζεύεις και τις τινάζεις-τίποτε άλλο. Η μόνη δυσκολία είναι…είναι ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΣΟΥ ώσπου να βρεις σφικτό πάτο. Ο βούρκος, το ξέρεις, διαλύεται εύκολα. (Σταματάει για να πάρει ανάσα). Λοιπόν τι λες; Θα έρθεις απόψε;
-ΨΑΡΑΣ Α΄: (Αποφασιστικά). Μετά το ραντεβού μου…(Πέφτει ο τόνος). Θα της…Θα έρθω αφού…(Σηκώνεται και απαγγέλλει):" "Τι ωραία που"…(Ξαφνιασμένος, σαν να τον τσίμπησε φίδι). Α.. τα λουλούδια… Άσπρα τριαντάφυλλα. (Κι ενώ έχει ήδη ορμήσει αριστερά, ξαφνικά στρίβει δεξιά και χάνεται).
-ΨΑΡΑΣ Β΄: (Ξαφνιάζεται κι ύστερα γελάει δυνατά). Ρε, το φουκαρά…Ρε, τον πυροβολημένο.( Ξεκαρδίζεται κι, όπως σκύβει, βλέπει το χαρτί με το καταγραμμένο όνειρο του ΑΝΔΡΑ). Τι είναι αυτό; (Σκύβει, το σηκώνει, το ξεδιπλώνει, σοβαρεύεται και διαβάζει δυνατά και περίπου συλλαβιστά) : " ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΕΠΙ ΩΡΕΣ. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΒΙΤΡΙΝΑ ΘΥΜΗΘΗΚΕ ΤΟ ΛΑΧΕΙΟ. ΨΑΧΤΗΚΕ. ΚΛΗΡΩΣΗ 16ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΕΓΡΑΦΕ. ΚΙ ΗΤΑΝ ΓΕΝΑΡΗΣ. ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΚΡΥΟ. ΟΜΩΣ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΗΣΑΝ ΕΡΗΜΟΙ".
(Ο ΨΑΡΑΣ Β΄ κάνει μια γκριμάτσα απορίας, βάζει το χαρτί στην τσέπη του και απομακρύνεται. Η παιδική φωνή ακούγεται και πάλι να τραγουδάει το ακατανόητο "απιτιπιτιρινούια". Εμφανίζονται ξανά ο ΑΝΔΡΑΣ και η ΓΥΝΑΙΚΑ).
-ΑΝΔΡΑΣ: Η πιο μοβ μπέρτα που έχω δει. Τελικά δεν..
-ΓΥΝΑΙΚΑ: Γαργάλησέ του τη μύτη. Θέλω εκείνο να μ΄ αφήσει.
-ΑΝΔΡΑΣ: (Πιάνει ένα γατάκι που κρατάει εκείνη στη μασχάλη της. Το ακουμπάει κάτω. Την κοιτάζει θλιμμένα. Εκείνη κάθεται στη ράχη του πάγκου): Έχασ.. Χάσαμε.
-ΓΥΝΑΙΚΑ: Πήγαινε ένα ταξίδι. Θέλω να πω…Ξέρεις, υπάρχει, υπάρχει πλέον κάποιος άλλος. Νομίζω ότι τον αγαπώ.
(Το παιδί που ακούγονταν, ως τώρα αόρατο, εμφανίζεται διστακτικό στην άκρη της σκηνής. Κρατάει στα χέρια μια δεσμίδα λαχεία και "εδώ τα τυχερά" φωνάζει).
ΑΥΛΑΙΑ
Δημοσιευμένο στη ΘΕΣΣΑΛΙΑ της 31/12/2010