Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Απόγευμα.
Μια γυναίκα κλείδωνε στα γρήγορα το μαγαζί της, να φύγει. Κρυφοκοίταζε μη την δει κανένας πελάτης που ερχόταν για το απογευματινό καφεδάκι του. Ήξερε πως δεν ήταν σωστό, ήξερε πως αν ήταν μόνη, θα καθόταν εκεί να γιορτάσει με τους φίλους πελάτες της, μέχρι το πρωί. Ήξερε καλά πως κάποιοι κι από κείνους, την είχαν ανάγκη. Μα η γυναίκα, ήξερε πως πρώτα απ' όλα ήταν μάνα και σύζυγος. Είχε οικογένεια. Έπρεπε ο καινούργιος χρόνος να την βρει έτοιμη στην θέση της. Στο σπίτι της, στην κουζίνα της.
Κι έφυγε. Τρέχοντας και σχεδόν κλαίγοντας...
Ήταν Κυριακή, δεύτερη μέρα του Νέου Χρόνου. Πάλι απόγευμα. Σταθμός Υπεραστικών Λεωφορείων.
Μια μάνα χαιρετούσε την κόρη της. Ένας αδελφός έτρεχε καθυστερημένος να χαιρετήσει την αδελφή. Στο τηλέφωνο καλούσε ένας πατέρας, να μάθει αν το λεωφορείο ξεκίνησε...
Ένα λεωφορείο φεύγει παίρνοντας μαζί του ένα κορίτσι. Ένα αγόρι τρέχει σ' ένα άλλο κορίτσι που τον περιμένει. Ένας άντρας δουλεύει. Μια γυναίκα, μάνα και σύζυγος, δεν δουλεύει τις Κυριακές, κοιτάζει γύρω της. Δεν ξέρει που να πάει.
Μα που να πάει; Στο σπίτι δεν είναι η οικογένεια!
Λείπει!
Στο μαγαζί, δεν είναι οι φίλοι πελάτες!
Ξέρουν ότι την Κυριακή είναι κλειστά!
Μια γυναίκα τριγυρνάει στο ποτάμι. Στον τόπο του εγκλήματος... Βρέχει. Όλα γύρω βρεγμένα. Τα πόδια της δεν την βαστούν, ωστόσο δεν διστάζει να καθίσει στην βρεγμένη όχθη του ποταμού και να γράψει. Να γράψει και να κλάψει.
Και να φωτογραφίσει.
Κρυώνει. Κάνει παγωνιά. Βρέχεται. Πεινάει. Πονάει.
Κάποιοι λιγοστοί περαστικοί την κοιτούν περίεργα.
Δείχνει να μην την νοιάζει, αλλά, συντομεύει και το βήμα της...
Μην την περάσουν και για τρελλή!
Μην νομίσουν πως θέλει και να πνιγεί!
Άλλωστε, το ποτάμι δεν έχει νερό!
Τι κι αν πνίγεται αυτή και σ' ένα κουταλάκι νερό;
Δεν φαίνεται το κουταλάκι.
Οι ευαισθησίες της, μπορεί.
Πρέπει όμως, να φύγει. Το γρηγορότερο. Νυχτώνει. Το μέρος δείχνει ερημικό. Φοβάται.
Τι; Δεν ξέρει. Ίσως τα αδέσποτα σκυλιά. Την έχει δαγκώσει το δικό της. Δεν το ξεχνάει. Αυτό της ήρθε πρώτα στο νου, μόλις κρύφτηκε για καλά η μέρα.
Ν' αδειάσει ότι την βαραίνει στο ποτάμι και να φύγει.
Μα πού να πάει; Στο σπίτι της δεν είναι κανένας, ακόμα. Ο άντρας δουλεύει, το αγόρι είναι βόλτα, το κορίτσι έφυγε πάλι, ο πατέρας δεν είναι εδώ, η μάννα μακριά, δεν την φτάνει...
Θα πάρει το ποτάμι απ' την άλλη πλευρά και όπου την βγάλει.
"Αφού κατεβαίνει, όλο και θα πλησιάζει στο σπίτι της", σκέφτεται.
Μα, με τα πόδια;
Αντέχει;
Απόψε όλα τα αντέχει.
Ένα πάρκο, μια κούνια άδεια, δυο κούνιες άδειες, ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα λαμπιόνια του σβηστά, μια εκκλησιά, μια πρώτη σκέψη "Αχ! να ήταν ανοιχτή!"
Μια εικόνα, ένα ψάξιμο ψυχής κι ώ, ναι, η εκκλησιά ήταν ανοιχτή!
Μια ζεστασιά, μια γιορτή που είχε ξεχάσει, την συνέφεραν.
Η Αγία Παρασκευή! Πόσα δεν την ενώνουν πια με Κείνη!
Μια εικόνα Αγίου, γνωστή. Νομίζει πως έχει παραισθήσεις. "Πού την πάτε;" ρωτάει στα χαμένα στον νεοκόρο. "Να την δω! Μου φάνηκε πως ήταν ο Άγιος Εφραίμ..."
"Αυτός είναι! Γιορτάζει αύριο!..."
Κάθισε. Απ' την αρχή, ως το τέλος, αφού έκλεισε τα κινητά.
Συγκινήθηκε πολύ που τυχαία παραβρέθηκε σ' αυτή την γιορτή.
Ήταν σα να την περίμενε. Σαν όλα να την οδηγούσαν Εκεί!
Έκλεισε τα κινητά;
"Θα την ψάχνουν;"
Δεν νομίζει. Για μια ώρα; Εδώ άλλες φορές χάνονται για ώρες με τις δουλειές τους και δεν την αναζητάει κανείς!
Κι αν την ψάξουν;
Ας την ψάξουν!
Μετά θα τους εξηγήσει. Βρήκε "αλλιώτικη ζεστασιά" και θέλει να μείνει. Πεινάει και θέλει να ταίσει την ψυχή της με δύναμη. Η ζωή της έχει γίνει πολύ δύσκολη. Κουράζεται πολύ. Δεν της αρέσει όπως ζει. Της αρέσουν οι δρόμοι, γι' αυτό τους πήρε και σήμερα, αλλά, όχι όλη μέρα στον δρόμο, όχι κάθε μέρα στον δρόμο!
"Η υγιής οικογένεια πρέπει να είναι στους δρόμους, να δουλεύει, να ζει!", λένε,αυτό κάνει κι αυτή, μα... τότε, ψάχνει την οικογένεια!
Ξέρει. Τα παιδιά μεγάλωσαν. Θα φύγουν σύντομα για την δική τους φωλιά, μα, όταν είναι, για όσο είναι, να μην το χαρεί; Να μην το ζήσει; Τότε, γιατί ζει;
Οι λίγες στιγμές που έζησε αυτές τις μέρες, δεν της έφτασαν.
Προείχε το μαγαζί. Οι πελάτες. Οι φίλοι πελάτες.
Τι κι αν κάποιες στιγμές η οικογένεια μαζεύτηκε όλη εκεί;
Δεν ήταν το ίδιο.
Ποτέ δεν θα είναι ίδιο και ίσσο ένα μαγαζί μ' ένα σπίτι!
Ποτέ!
Όσο κι αν έχει μεταφέρει κομμάτια της ψυχής της εκεί!
Όμως, πρέπει να τα δεχθεί όλα αυτά, γρήγορα, όσο κι αν δεν το αντέχει. Έχει αλλάξει η ζωή της χωρίς να προλάβει να το καταλάβει, όπως άλλαξαν και οι εποχές, που κι αυτές δεν έχει προλάβει να καταλάβει.
Μήπως όταν καταλάβει, θα είναι πια αργά για την οικογένεια;
Πρέπει όμως να τα καταλάβει και να τα δεχτεί.
Αναρρωτιέται όμως, αν πράγματι, "πρέπει".
Μετά, ένας άρτος που χόρτασε την άδεια κοιλιά που ζήλεψε τους ύμνους του λιγοστού εκκλησιάσματος και σιγοντάριζε στο "Πλούσιοι εφτώχευσαν και επείνασαν...", μετά ένας δρόμος φωτισμένος, ο ίδιος δρόμος, το δέντρο που άναψε περιμένοντάς την, ένα εικονοστάσι στην γέφυρα που τρεμόσβηνε, ο Άγιος και Φύλακας Άγγελός της, πάλι Παρών, το ποτάμι σκοτεινό, δυο βήματα ακόμα, κοντά και η στάση!
Στάση και πάλι στάση, κι εκείνη ακόμα προχωράει με τα πόδια.
Τα τηλέφωνα είχαν ανοίξει. Μιλούσε. Εξηγούσε σε όποιον την έψαξε.
Νύχτα. Κρύο πολύ. Βρέχει. Η γυναίκα ελαφριά ντυμένη, σχεδόν παγωμένη, σταματάει ένα ταξί.
"Σπίτι μου γρήγορα! Άργησα! Θα με ψάχνουν!"
Πέρασε μια μέρα από τότε. Δε βγήκε ακόμα από το σπίτι της. Προσπαθεί να κρατήσει όσο περισσότερο μπορεί κάτι απ' την μυρουδιά που άφησε αυτές τις μέρες η αγκαλιά της οικογένειας.
Τό άρωμα! Δεν το χόρτασε!
Κι ας την ζάλισαν κάποιες στιγμές οι έντονες εισπνοές που της έτσουξαν την μύτη...
Μια γυναίκα σέρνεται. Της πονάνε όλα.
Θα κρύωσε...
Μια παρέα συζητά:
"Θα δώσω εγώ το δεκάευρο που δώσατε..." είπε ο ένας, συνεχίζοντας μία συζήτηση.
"Μα... δεν πληρώνονται όλα με λεφτά!" φώναξε μια γυναίκα υστερικά.
Μια γυναίκα προσπαθεί να "τυλίξει" με μουσική κάποιες φωτογραφικές στιγμές της.
Το πρόγραμμα αντιστέκεται. Ο Πάριος δυσκολεύεται να πει σωστά το τραγούδι.
"Δεν τυλίγονται αυτές οι στιγμές!" σα να της λέει και το πρόγραμμα Πικάσα και ο ίδιος ο Γιάννης.
Δεν "τυλίγονται". Το ξέρει, μα επιμένει σαν παιδί.
"Μαμά, τυλιξέ μου τουλάχιστον την κάρτα!Δεν μπορεί να μην πάρω δώρο απόψε!"
"Απόψε θα σου τυλίξω την ψυχή μου, κορίτσι μου!" της είπε η μάνα και την αγκάλιασε. "Άλλωστε, τόσες μέρες, τα πήρες τα δωράκια σου! Δυο γίναν οι βαλίτσες για την επιστροφή και ήρθες με μία!"
Στο 1ο λεπτό του νέου χρόνου, ο Άι Βασίλης κουβαλούσε στην πλάτη του ένα άδειο εμφανησιακά τσουβάλι. Πάνω του είχε καρφιτσωμένη μια κάρτα που έγραφε:
"ΠΡΟΣΟΧΗ! ΕΥΘΡΑΣΤΟΝ! Το τσουβάλι περιέχει αληθινή αγάπη!"
Μέσα στο τσουβάλι υπήρχαν τρεις ίδιες κάρτες, χωρίς φακέλους.
Ήταν απ' την γυναίκα, για τους άλλους τρεις της οικογένειας. Οι κάρτες έγραφαν περίπου τα ίδια. Το κουβάλησε ο άντρας της, τις μοίρασε εκείνη, ξέροντας σε ποιον ανήκει η κάθε μια. Είχε φροντήσει να σημαδέψει την εικόνα στα κλαριά... με τα ονόματά τους, γιατί δεν έβρισκε φακέλους σε πρώτη ζήτηση.
Θύμιζαν σημαδεμένη τράπουλα.
Εκείνη ήταν η κουτσή, ο σημαδεμένος ή ο καρβουνιάρης.
Δεν την πείραζε που στην εικόνα της ζωγραφικής ήταν μισή.
Εκείνη ήταν άλλωστε, εκεί!
Και ολόκληρη.
Αυτή την Πρωτοχρονιά ήταν μόνοι τους. Μόνοι τους και όλος ο κόσμος μαζί. Χωρίς στολίδια και ιδιαίτερα ντυσίματα.
Οι τρεις τους πάντα όμορφοι, ότι κι αν φορούν.
Η γυναίκα, ακόμα και την Πρωτοχρονιά, με την μωβ μαλακή παντόφλα.
Έτσι δεν πονούσαν τα πόδια της...
Κι ας μην έφτανε καλά να τους αγκαλιάσει...
Οι άλλοι τρεις, άντρας, κόρη, γιος, όλοι ψηλοί!
Ένιωσε όμως τόσο τυχερή που ήταν κοντή και στο κάθε αγκάλιασμα με τους αγαπημένους της ψηλούς, το αυτί της ακουμπούσε στην καρδιά τους και άκουγε τους χτύπους της καρδιάς τους!
Ήταν γι' αυτήν η πιο σπάνια και αυθεντική "μουσική"!
Κλείνει η αυλαία.
Ξημέρωσε πάλι.
Ευτυχώς!
Ευτυχώς που οι νύχτες ξημερώνουν!
Οι φωτογραφίες οι αυθεντικές αφιερωμένες στους φίλους:
(Βιαστικό και χύμα. Κάν' εσείς τις διορθώσεις σε χρόνους και λάθη. )
Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε• αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα, θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου, θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας. Γιάννης Ρίτσος (το νόημα της απλότητας)
- ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ είπε...
-
Οι τόποι που γνωρίσαμε δε χάνονται.
Κρεμιούνται στις λέξεις και τις χειρονομίες μας,αναπαύονται στο βυθό των ματιών μας.
Τα "χνάρια" ήταν από μέταλο που έκαιγε.
Κι ακούμπησε την καρδιά μας. - 3 Μαϊ 2011 11:18:00 π.μ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου