"Γιατί, ρε, γιε μου; Τι καλό έκανες και δεν το έμαθα εγώ;"
Γέλασα, με τον ιδιοκτήτη καφενείου, τον γιο μου! Τον Τάσο μου, τον αντικαπνιστή μου! Όλη μέρα μαλώνουμε, χρόνια τώρα!
"Κόφ'το, ρε, μάνα! Κόφ'το! Κι ύστερα μιλάς για υγεία..." μου κοπανάει κάθε τρεις και λίγο.
"Ας το, να πάει, γιε μου! Σου εύχομαι να σου ξαναπάρουν συνέντευξη για άλλα θέματα, καλύτερα... Το μπορείς και το αξίζεις!" του είπα και τον φίλησα.
Μου χαμογέλασε, ξέροντας τι εννοώ.
Βραδυνή βάρδια, εγώ. Το στοιχείο μου! Κεράκια και φίλοι πελάτες! Το καλυτερότερο!!!
"Καθιέρωσέ το", μου λένε!
"Ναι... κοντά είμαι!..." τους λέω ήδη νοσταλγικά, εφόσον κιόλας η βραδιά ανήκει στις αναμνήσεις.
Να το κόψουμε το παλιοτσίγαρο, πανάθεμά το, αλλά όταν θέλουμε εμείς! Όχι, έτσι, λες και έχουμε χολέρα! Έλεος! Ας υπάρξουν και κάποιοι χώροι για μας! Έτσι κι αλλιώς, στιγματισμένοι θα είμαστε κι έτσι! Τι να λέει να βγάλω τον παππού με το μπαστούνι έξω να κάνει το τσιγαράκι του και μετά να ξαναγυρίσει; Να κάνει, τι; Καλύτερα να κάτσει στα παγκάκια και να του πάω εκεί τον καφέ, να τον κεράσω κιόλας!
Τι να πω; Πιο πολύ βρίζουν για το τσιγάρο, παρά για τα οικονομικά μέτρα! Αυτά δεν τα κατάλαβαν καλά, ακόμα... Το τσιγάρο όμως, ήταν ευχαρίστησή τους και φαίνεται!
ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου