Καλή μου, Βαρβάρα, δεν το είχα σκεφτεί! Είναι μέσ' την ύλη του βιβλίου για τον πατέρα....
(ας μην το συζητήσουμε, παραπάνω...)
Η δικιά μου πατέρα δεν γνώρισε. Ήταν περίπου τεσσάρων χρόνων όταν Εκείνος Έφυγε. Ίσα που θυμάται ένα κουτί έξω απ’ την πόρτα. Και κάτι λουλούδια. Δεν θυμάται πολλά. Κι όταν μεγάλωσε, δεν της μιλούσαν πολύ γι’ αυτόν. Μεγάλωσε σαν μοναχοπαίδι, ενώ είχε κι άλλα πέντε αδέλφια. Ήταν όμως ξενιτεμένα και αναγκαστικά μεγάλωνε χωρίς αυτά. Ήταν αυτή και η μάννα της. Η μάννα της κι αυτή. Πολύτεκνη οικογένεια, αλλά δυο τους.
Μεγαλώνοντας έβλεπε τ’ άλλα γειτονόπουλα κι αργότερα τις φίλες της και συμμαθήτριές της που είχαν όλες τους έναν μπαμπά, μα της φαίνονταν αυστηροί και απλησίαστοι και βολεύτηκε στην ιδέα ότι εκείνη δεν έχει. Δεν της έλλειψε, ειδικά στην εφηβεία που όλα τα παιδιά θέλουν την ελευθερία τους κι ένας μπαμπάς θα έλεγε: «Όχι στη βόλτα, όχι στο σινεμά, όχι στο πάρτι». Πολλά κενά είχε η δικιά μου και απ’ τ’ αδέλφια, μια και ήταν όλα μεγαλύτερα και τα έβλεπε συνήθως τα καλοκαίρια, αλλά κυρίως είχε το μεγάλο κενό του πατέρα, γι’ αυτό ήθελε πραγματικά να μείνει κοντά της ο πεθερός της.
Παλιότερα είχε γράψει ένα άρθρο στην εφημερίδα Θεσσαλία για την απουσία του πατέρα στη ζωή της:
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Εδώ και χρόνια άκουγα τους άντρες να παραπονιούνται: «Όλα για τις γυναίκες γίνονται», έλεγαν. Παραπονιόνταν, αλλά ποιος να τους ακούσει; Τι να τους πει κανείς και τι να κάνει; Τι να τους πω και τι να κάνω, ειδικά εγώ που λάτρεψα τη Μάννα, ενώ δεν γνώρισα πατέρα;
Αυτές τις μέρες έμαθα ότι στις 21 Ιουνίου είναι η γιορτή του πατέρα. Κάποιοι άλλοι είπαν ότι είναι στις 16. Όποτε και να είναι, δεν έχει τόση σημασία η ημερομηνία όσο έχει ότι το άξιζαν. Είναι η γιορτή που τους χρωστούσαμε, είναι κάτι που το δικαιούνταν, είναι κάτι που εγώ το χάρηκα πολύ. Από τη στιγμή που το έμαθα με βασάνισε η σκέψη τι θα μπορούσα να πω εγώ για τον πατέρα. Είδα ότι οι εμπειρίες μου ήταν μηδέν. Στη μνήμη μου μόνο μια θολή εικόνα του τελευταίου αποχαιρετισμού, σε ηλικία τεσσάρων χρόνων και τίποτ’ άλλο. Από κει και πέρα μια μεγεθυμένη φωτογραφία στην κορνίζα και τίποτ’ άλλο. Σ’ αυτή τη φωτογραφία, όταν ήμουνα μικρή, μίλησα πολλές φορές, μα απάντηση δεν πήρα. Μεγαλώνοντας έμαθα ότι δεν μιλούν οι φωτογραφίες, όπως έμαθα ακόμα ότι οι φωτογραφίες δεν αισθάνονται, δεν αγαπούν, δεν αγκαλιάζουν, δεν συμβουλεύουν. Μεγαλώνοντας ακόμα πιο πολύ εντόπισα μόνη μου ότι απ’ το λεξιλόγιό μου έλειπε η λέξη «πατέρας». Όταν μάλιστα παντρεύτηκα και έπρεπε να αποκαλώ τον πεθερό μου «πατέρα», είχα μεγάλο πρόβλημα. Αυτή η λέξη ηχούσε παράξενα στ’ αυτιά μου. Δεν μου έβγαινε ποτέ εύκολα, γιατί δεν τη γνώριζα, γιατί δεν την ένιωθα. Εγώ γνώρισα μόνο τη μάννα, την οποία έβλεπα πάντα να προσπαθεί απεγνωσμένα να τα καταφέρει και στους δυο ρόλους. Στον ρόλο της μητέρας και του πατέρα.
Μέχρι πρόσφατα πίστευα ότι η δική μου μάννα είχε καταφέρει το αδύνατο. Σωστή και άψογη σαν μάννα, σωστός και άψογος σαν πατέρας. Τώρα όμως που μπορώ και σκέφτομαι πιο καθαρά, κατέληξα, έστω και τόσο αργά, ότι: Όχι. Όσο κι αν προσπαθήσει μια μητέρα, δεν θα τα καταφέρει ποτέ να καλύψει το κενό που αφήνει η απουσία του πατέρα. Δεν θα τα καταφέρει, όχι γιατί δεν το θέλει ή δεν είναι άξια, αλλά γιατί δεν είναι γι’ αυτό πλασμένη. Η γυναίκα έχει τη χάρη της μητρότητας και γι’ αυτό λέγεται «μητέρα» και ο πατέρας έχει τη χάρη της πατρότητας. Η γυναίκα δεν μπορεί να είναι και άντρας, όπως και ο άντρας δεν μπορεί να είναι και γυναίκα. Η μητέρα θ’ αγκαλιάσει το παιδί της διαφορετικά απ’ τον πατέρα. Το χάδι της μητέρας θα δώσει στο παιδί την τρυφερότητα, τη θαλπωρή, τη θυσία. Το χάδι του πατέρα που δυστυχώς εγώ δεν θυμάμαι, νομίζω πως θα δώσει τη σιγουριά, τη δύναμη, το θάρρος. Νομίζω πως τα χείλη της μητέρας, υπάρχουν για να λένε: «Παιδί μου πρόσεχε!» και τα χείλη του πατέρα είναι για να λένε: «Παιδί μου προχώρα! Μη φοβάσαι!»
Νομίζω ακόμα (πάντα για δικές μου σκέψεις μιλάω), νομίζω ότι ακόμα κι αν αυτά τα χείλη κάποια στιγμή μπερδευτούν και τα λόγια αυτά ειπωθούν ανάποδα, νομίζω πως κάτι θ’ αλλάξει στις έννοιες.
Στο «προχώρα» της μάννας, θα ηχεί ο αντίλαλος του «πρόσεχε» και στο «πρόσεχε» του πατέρα θα ηχεί το «μη φοβάσαι». Γι’ αυτό πιστεύω ο Θεός έπλασε δύο ανθρώπους, τον άντρα και τη γυναίκα, για να συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Και γι’ αυτό έδωσε και στους δύο ξεχωριστούς ρόλους. Και τους δύο μαζί τους ονόμασε «γονείς» και τους έδωσε το χάρισμα της οικογένειας.
Οι γονείς είναι σαν μια ζυγαριά που ισορροπεί κι αν λείπει ο ένας απ’ τους δύο, τότε η ζυγαριά γέρνει προς την παρουσία, ενώ ο δείκτης δείχνει την απουσία του άλλου. Σ’ εμένα αυτή η ζυγαριά έγερνε πάντα προς τη μάννα και έδειχνε πάντα τη μεγάλη απουσία του πατέρα.
Έτσι σαν παιδί κι εγώ, μόνο γι’ αυτήν την απουσία μπορώ να μιλήσω. Και ξέρω καλά τι θα πει «απουσία». Θα πει να λείπεις. Θα πει κενό, θα πει στέρηση μιας αγάπης που τη δικαιούται κάθε παιδί.
Τώρα που για μένα οι απουσίες έγιναν δύο, αυτή η ζυγαριά ισορρόπησε και ο δείκτης δείχνει απουσία 100%.
Γι’ αυτό θα ήθελα να ευχηθώ στα παιδιά να χαίρονται τους πατεράδες τους. Να τους αγαπούν και να τους δείχνουν την αγάπη τους. Στα παιδιά που τους λείπει, ενώ τον γνώρισαν, εύχομαι να κρατήσουν ζωντανά στη μνήμη τους την ανάμνησή του και σε όσα παιδιά δεν τον γνώρισαν, εύχομαι να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη αυτή η απουσία. Εγώ σαν παιδί, θα αγαπώ και τους δύο γονείς, κι ας είναι απόντες. Δεν το ήθελαν άλλωστε. Ο θάνατος είναι φυσικό επακόλουθο της ζωής. Σαν μάνα όμως που είμαι, θα ευχαριστώ και θα παρακαλάω τον Θεό να έχει πάντα γερό τον πατέρα των παιδιών μου, για να είναι ευτυχισμένα πάνω απ’ όλα εκείνα και να μη νιώσουν ποτέ αυτή την απουσία, που εγώ ένιωσα. Θέλω τα παιδιά μου να νιώσουν, να χαρούν και να πάρουν όλα τα ψυχικά εφόδια που μπορεί να τους δώσει η αγάπη του πατέρα. Το εύχομαι αυτό, όχι μόνο για τα δικά μου τα παιδιά, αλλά και για τα παιδιά όλου του κόσμου.
«Χρόνια πολλά» λοιπόν σε όλους τους πατεράδες του κόσμου! Και σε όσους λείπουν, «Αιωνία τους η μνήμη»! Μητέρες και παιδιά ξέρουμε καλά ότι η παρουσία τους αξίζει πολύ περισσότερα από μια γιορτή.
Τότε, με αφορμή αυτό το άρθρο τής τηλεφώνησαν πολλοί πατεράδες για να τη συγχαρούν. Οι περισσότεροι ήταν χωρισμένοι και είχαν παράπονο απ’ τις γυναίκες τους, γιατί έλεγαν πως αυτές ήταν η αφορμή που τα παιδιά τους είχαν απομακρυνθεί, ακόμα και ψυχικά από κοντά τους. Κάποιοι της πρότειναν να γράφει άρθρα για την οικογένεια πιο συχνά και ένας χωρισμένος πατέρας (που ήταν γιατρός και είχε μεγαλώσει μόνος του τον γιο του, τον είχε σπουδάσει και ήταν πολύ υπερήφανος για τον εαυτό του), της είπε ότι «είναι χρέος της να γράψει ένα βιβλίο και για τον πατέρα!»
«Εγώ, τι να γράψω για τον πατέρα; Δεν έχω εικόνες. Αποκλείεται!» του είπε η δικιά μου. «Γράψε για τα κενά σου τότε!» της πρότεινε εκείνος και η δικιά μου γέλασε.
«Σιγά μην πάρω το σόι στη σειρά και γράφω για όλους βιβλία!», του είπε και ξέχασε τελείως αυτό το θέμα. Άλλωστε η δικιά μου μπορεί να τη λένε «συγγραφέα», αλλά είναι από άλλη πάστα. Γράφει μόνο όταν την πνίγει κάτι και ποτέ «για να» γράψει. Έχει τόσα άλλα χόμπι, μακάρι να είχε περισσότερο ελεύθερο χρόνο και έχει πράγματα να κάνει αυτή!
Ναι… Τη βόλεψε πολύ η μάννα της που ήταν και τα δυο. Και βολική και «Μην αργήσεις!»
Η μάννα της. Πόσο της έλλειψε όταν Έφυγε! Αν έκλαψε τότε! Χρόνια ολόκληρα. Μέχρι και βιβλία έγραψε για κείνη. Ήταν χορτάτη και γεμάτη όμως απ’ την αγάπη της μάννας.
Έπειτα, είχε και την Άλλη μάνα, του άντρα της. Εκείνη βέβαια δεν την ήθελε για νύφη, γιατί ήταν φτωχιά, και δεν την αγάπησε όπως θα ήθελε η δικιά μου, αλλά μετά τις δύο εγχειρήσεις στα πόδια της, όταν είδε πόσο της στάθηκε στο Νοσοκομείο, άρχισε να λιώνει μέσα της εκείνος ο πάγος. Μετά, με αφορμή το σαλόνι, την έβαλε πάλι στην κατάψυξη… μέχρι που αρρώστησε. Μετά, έβγαλε την πρίζα του ψυγείου και η απόψυξη έγινε αστραπιαία.
«Μ’ αγαπάς κι εμένα, μαμά;» τη ρώτησε η δικιά μου κλαίγοντας.
«Σ’ αγαπάω και πολύ», της είπε πονώντας εκείνη.
«Άργησες, μαμά, πολύ. Γιατί;»
«Σ’ αγαπούσα…»
Μέχρι που της είπε εκείνο το: «Σ’ ευχαριστώ για όλα!» κι Έφυγε.
Και το σαλόνι έμεινε…
Όπως και ο παππούς. Ο μπαμπάς και πατέρας του άντρα της, που τώρα ήταν μόνος του και δεν είχε να φάει. Πεινούσε. Πόσο τη σκότωνε αυτό; Πόσο; Ντρεπόταν. Να μην είναι εκεί κοντά του, να του ζεστάνει το φαί, να του δώσει τα χάπια του, να τον σκεπάσει τη νύχτα, να τον φιλήσει στο μέτωπο και να του πει: «Καληνύχτα και όνειρα γλυκά!» Να του δώσει τη στοργή που δεν έδωσε ποτέ στον δικό της πατέρα. Να πάρει απ’ αυτόν εικόνες, στιγμές και αγάπη, ώστε να γεμίσει μέσα εκείνη η μεγάλη τρύπα που έχει αφήσει σχεδόν εκ γενετής, εκείνο το κομμάτι που ανήκει δικαιωματικά στον κάθε πατέρα.
Γιατί δεν έρχεται να μείνει κοντά τους; Γιατί της στερεί τη χαρά ότι προσφέρει, και συνάμα να γεμίσει την ψυχή της; Γιατί να είναι τόσο στριμωγμένη οικονομικά και να πρέπει να δουλεύει και να μην μπορεί να μένει κοντά του ή τουλάχιστον να μπορεί να τον βλέπει κάθε μέρα;
Ντρέπεται. Αυτό είναι. Η δικιά μου ντρέπεται και συνάμα πονάει. Γι’ αυτό δεν τη νοιάζει πια η διακόσμηση του δικού της σπιτιού. Αυτό το δωμάτιο ξεκίνησε να το ετοιμάζει για τον πατέρα, κι εκείνος δεν έρχεται. Δεν θέλει να φύγει από κει. Συνάμα πεινάει. Δεν του έφτασε ή δεν του άρεσε το φαί που του έστειλε χθες; Μα είχε στείλει τέσσερα κατσαρόλια. Φακές, παστίτσιο, κοτόπουλο σούπα και πατατοσαλάτα.
Θεέ μου, πόσο πονάει; Θεέ μου, πόσο πεινάει ο παππούς; Κι από τι; Από φαΐ ή από αγάπη; Η δικιά μου του στέλνει φαΐ τυλιγμένο μ’ αγάπη. Μα αυτή δεν του φτάνει. Η δικιά μου ξέρει πως θα χορτάσει μόνο αν δει αγαπημένα τα παιδιά του. Μόνο τότε δεν θα ξαναπεινάσει. Όμως, η δικιά μου δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Γι’ αυτό στεναχωριέται. Γι’ αυτό είναι έτσι. Γι’ αυτό δεν νοιάζεται πια ούτε για μένα.
Ποιος ξέρει για πόσο θα μείνω εδώ…
Ποιος ξέρει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου