ΤΑΞΙΔΙ ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΟ Ή Ο κ.ΕΥΦΡΑΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΒΑΛΙΤΣΕΣ
-Η κρυφή εκδίκηση του γελωτοποιού
είναι να μένει αυτός που είναι
και σε καιρούς που μέδουσες
δανείζονται τη σάρκα των νεφών.
-Λίγο πριν ανθίσουν δυό νυχτοπεταλούδες στο πρόσωπo του κ. Ευφράτη, εκείνος θυμήθηκε-πρέπει να το πιστέψετε, δεν υπάρχουν μάρτυρες να το επιβεβαιώσουν-τη γεύση της βανίλιας στο ποτήρι με το βρώμικο νερό και την αναψυχή των ανοιξιάτικων ίσκιων, όταν τυλίγονταν στρουθία με κλαράκια άχερου, στη συνοικία του Παλαιού Λιμεναρχείου- τέλος της δεκαετίας του 50.
Όλα τα άλλα είχαν συρρικνωθεί, χωρούσαν ανάμεσα σε δυο ρυτίδες
Όλα: Η αρχιτεκτονική του μπλε χρώματος που αναπαρήγαγε τους έρωτες, τα λερωμένα φτερά των γέρικων αγγέλων που πετούσαν χαμηλά τα μελανά αυγουστιάτικα απογεύματα , τρία μόνο βήματα προς το απόλυτα ουράνιο των πλατειών της Κυριακής, η λέξη σ΄ αγαπώ κάτω από τον πίνακα « Μεσημβρινή Οστεοφυία Κυπαρίσσου», η διαδικασία εμέτινου τοκετού ενός αρσενικού ιπποκάμπου, μέσα στα ανοιχτά του δάχτυλα.
Την επόμενη μέρα, οι επιβάτες των πρωινών λεωφορείων εσυλλυπούντο την μαυροφορεμένη κόρη του που είχε καθίσει στη θέση του στο κυλικείο του σταθμού, ανάμεσα από τσιγάρα, περιοδικά, βίπερ, σάντουιτς-τα μάτια στο κενό, να μηρυκάζει « πάει ο μπαμπάς μου, δεν θα γίνω ηθοποιός».
Ως προχθές κάθονταν στα τραπεζάκια και με μορφασμούς «στρα –στρε- στρο» χαιρετούσε τους ταξιδιώτες εν πλήρει ορθοφωνία. Σήμερα μασουλούσε ένα δακρύβρεχτο κουλούρι. Ξαφνικά ένα σπουργίτι γλίστρησε από τον φεγγίτη της μεγάλης αίθουσας-εννοείται ως τσουλήθρα πάνω στο βελούδο μιας κτιστής ακτίνας-και πετώντας πάνω από τα άλουστα μαλλιά της, άρπαξε το τελευταίο κομμάτι ψωμιού και πέταξε προς....
• Αυτή η στατική πορεία προϋπέθετε (ή γίνονταν) μέσα στο ιώδες.
• Ενίοτε το σύμπαν ξέφτιζε, όπως το φόντο αρχαίων εικόνων, πότε από τον Χρόνο -και τότε αναδεικνύονταν πρωτεύουσα μια μακρινή ακίνητη σπίθα -και πότε από την Ύλη -κι εννοούσες τον γυμνό Καιρό σαν τυπική θλίψη απώλειας.
......αυτό του οποίου την διαρκή επιζωγράφηση το υποκείμενο του παρόντος λήρου υπερασπίζεται με τον παπαδιαμάντειο τρόπο «εν όσω ζω και αναπνέω» και το αξιώνει ως εξής:
Η παιδική ηλικία όταν μοιάζει με Παράδεισο ταυτίζεται με την Παιδική μας Ηλικία.
Το σπουργίτι κάθισε κάτω από μιαν ελιά που ακόμη θυμάται το καλοκαιρινό επεισόδιο και έβγαλε την γλώσσα στα παιδιά που ψάρευαν (ψάρευαν ή αλίευαν-ούτε το ένα ούτε το άλλο) αρσενικούς βατράχους από μια λιμνούλα.
Έδεναν σε πετονιά ένα θηλυκό του είδους-την άνοιξη της οργασμικής γύρης και των ανεπίστρεπτα χαμένων αεροστάτων.
Οι όχθες της λιμνούλας αυτής, τις θερινές νύχτες των εφιαλτικών ενυπνίων, γέμιζαν από τους γείτονες οι οποίοι,κρατώντας κεριά και φαναράκια παραμυθιού, έψαχναν να βρούν σάκκους με νεκροκεφαλές ή τα κρυμμένα στα βούρλα παιδιά, έψαχναν λίγο μακρύτερα από την πάντα με την κεντημένη βοσκοπούλα, πάνω απ΄το κρεββάτι εκείνης που τους ξεσήκωσε, τη βοσκοπούλα που τα΄ κρυβε,παιδί και οστά, κάτω από τα φαρδιά της φουστάνια.
Μετά την ανάσυρση των φρύνων, ανάσυρση-να η λέξη - συγκεντρώνονταν κάτω από μια ακιδωτά υγρή δέσμη- φανοστάτη τα παιδιά και οι ψυχές- παιδιά, όπως ο Ευφράτης- ανάκατα.Μιλούσαν για τα τραγούδια, τον υποχόνδριο Παλαιό που συχνά περίπου για την ψιττάκωσή τους μεριμνούσε, καταβρέχοντάς τα με το νερό των καναρινιών του, την ώρα που άκουγαν τον φοιτητή-ψυχή Μπουραζόπουλο να τους εξηγεί πως η λάμπα στο κέντρο του ουράνιου θόλου, είναι ό,τι μόνον ο ίδιος, ούτε καν ο αστρονόμος Χάλεϊ, έχει ξαναδεί.
Ο δόκιμος συγγραφέας Γιάννης Τσίγκρας , γήινος επί του παρόντος, διάβασε κάποιο βράδυ στην ομήγυρη το εξής διηγημάτιό του με τίτλο ΗΔΥ ΚΑΙ ΑΔΙΑΣΤΑΤΟ ΦΩΣ.
"Η Άνοιξη έμπαινε ως οσμή νεκρών κριτσιναριών. Κι ύστερα ο τσίγγινος πετεινός τρελαίνονταν – το κεφάλι πάντα προς τον Βορρά. Ο ανεμοδείχτης αυτός βρίσκονταν στην πιο ψηλή κορφή της κρεβατιάς με τα χειμερινά σταφύλια. Τον είχε φτιάξει ο θείος ο Δουλάς, δεύτερος γαμπρός της γιαγιάς Χρυσάνθης στην αδελφή της την Ανδρονίκη – ο πρώτος άνδρας της είχε πεταχθεί στην απεραντοσύνη και την αιωνιότητα να πάρει τσιγάρα, ένα ζεστό μεσημέρι του 1936.
Ολική η έκλειψη του.
Ο Δουλάς, προϊστάμενος τμήματος της Ηλεκτρικής Εταιρείας, έφθανε στο σπίτι μας στο Καπακλή με ένα υπό μάλης ξύλινο κουτάκι. «Πάμε» μου πετούσε μεταξύ πρότασης κι ανέκκλητης απόφασης. Βαδίζαμε ως τα μπλόκια του Παλαιού Λιμεναρχείου. Αυτές τις ανοιξιάτικες μέρες πηγαίναμε για ψάρεμα.
Εκείνος περπατούσε μπροστά με μεγάλο διασκελισμό ψάλλοντας «ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας…» Τον πρώτο σαργό που έπιανε μου τον έδινε να τον κρύψω καλά στο κουτί με τα εργαλεία «για να μη τον ματιάσουν»
Υπήρχε κάτι σκληρό και σκοτεινό εκείνα τα πρωινά, τα μπλόκια γεμάτα βρύα κι η θάλασσα, περισσότερο εντός μας, να ροχθεί κι οι βάρκες απέναντι μας μπροστά στον ήλιο – μια Αχερουσία.
Κάποιο μεσημέρι, από αυτά που γεμίζουν τα ταβάνια με φευγαλέες σκιές, γυρίζοντας απ’ το ψάρεμα, σταθήκαμε πλάι στην τουλούμπα της παλιάς Αγοράς – υπάρχει ακόμη. Ένα κόκκινο ιδρωμένο άλογο έπινε νερό στην ποδιά με τα πολύχρωμα χαλίκια. Ο ιδιοκτήτης του χτυπούσε την αντλία με δύναμη.
Πίσω ακριβώς η κυρά Στέλλα, ως ογκώδη μελανίτη τη θυμούμαι, πρόσφερε στον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου τον καφέ του. Ήταν το διάλειμμα αυτό, αμέσως μετά το κολατσιό. Ο Παππούς είχε στην παλιά Λαχαναγορά την κτισμένη, όπως αργότερα αποδείχθηκε, πάνω σε ιουστινιάνεια τείχη, ένα μικρό, σκοτεινό σαν βόρειο παραμύθι, μαγαζάκι. Είχε και εφτά υπαλλήλους.
Σπανίως πλέον τον έβλεπα, ο πατέρας μου πειραγμένος επειδή μέσα στα πρώτα εγγόνια του παππού, που τους δωρήθηκε ένα ποδήλατο, όταν εκείνος κέρδισε τον πρώτο αριθμό στο λαϊκό, μέσα στους πρώτους που κεράστηκαν δεν ήμουν εγώ.
Παλαιότερα που πήγαινα στο μαγαζί έβλεπα τους εργάτες να πλέκουν ξερούς μίσχους σκόρδων, να φτιάχνουν μικρές ή μεγάλες πλεξούδες. Μιλούσαν για τον Ολυμπιακό και την ΕΔΑ που συνέπραξε με τον Παπανδρέου. Ο παππούς έσκυβε στον λογιστή τους «Βουνοτριπίδης, εκ Πτολεμαΐδος, χρέωση τόσο, πίστωση τόσο». Γύρω στις δέκα σταματούσαν για κολατσιό-ψωμί φρέσκο μπαγκέτα, ελιές ζαρωμένες, σκόρδο.
Kι έξω ο τυροπιτάς ανεβοκατέβαινε. «Σε ψάχνει» μου έλεγαν. Ο τυροπιτάς υπήρξε το πρώτο θύμα μου, όταν μάθαινα ποδήλατο, στους στενούς δρόμους του λόφου των Παλαιών. Σκυφτός, δεν είδα το καροτσάκι του, χτύπησα πάνω. Οι τυρόπιτες και τα ζαχαρωτά ψωμιά σκόρπισαν μαζί με τα θρύψαλα την βιτρίνας, μέσα σε ξερά πλατανόφυλλα.
Έκτοτε ο βιοπαλαιστής (που έγραφαν και τα βιβλία) έγινε ο μπαμπούλας μου. «Εδώ είναι» φώναζαν οι υπάλληλοι του παππού και κρυβόμουν μέσα στα σκόρδα, πάνω από τον σολέα, όπως φάνηκε αργότερα, όταν γκρέμισαν την Αγορά, της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας.
Η ποδιά γέμισε νερό. Στο λαιμό του αλόγου μεγάλοι ανέβαιναν κόμποι. Στο άλλο πεζοδρόμιο πέρασε η κουτσή Λίζα – ένα δεκάχρονο, και βάλε , σκυλί με μαζεμένο το δεξί του πόδι. Και πίσω του ο ψάλτης των Αγίων Θεοδώρων. Είχε, όπως κάθε πρωί, πιάσει κουβέντα μ’ έναν συνομιλητή, κρυμμένο προφανώς στην υγρή γλυσίνα.
Στην οδό Λαρίσης σταμάτησε ένα λεωφορείο - ΧΛΟH έγραφε στην παλιά του ταμπέλα. Κατέβηκε ένα κορίτσι μ’ ένα ζουζούνι να πετάει εμπρός του, δεμένο με κλωστίτσα. Το ακολούθησα την ώρα που ο Δουλάς κουβέντιαζε καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με τον παππού.
Διασχίσαμε την Στιγμή όπως ο τυφλός ακκορντεοντίστας περπατά ένα δρόμο με ανθισμένες κουτσουπιές. Κόψαμε μια παπαρούνα άδειου τοπίου.
Διαπιστώσαμε ότι τα όρια της μουσικής είναι φτιαγμένα από μουσική. Οσμισθήκαμε την Άνοιξη να μπαίνει την ώρα που τρελαίνεται ο τσίγκινος πετεινός – ανεμοδείχτης.
Ξάφνου στην άκρη της κλωστής άναψε ο χρυσοζούζουνας. Και το φως μεταδόθηκε ως το κορίτσι και στη συνέχεια στα πράγματα και τα φαντάσματα.
Ήταν ένα φως ηδύ και αδιάστατο."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου