Αιώνια Επιστροφή
Μάρω Βαμβουνάκη:
“Με σπάνια για τα ελληνικά γράμματα ευχέρεια, η Ελένη Γκίκα μπορεί να διατρέχει άνετα τόσες περιοχές της πολυδαίδαλης ανθρώπινης ύπαρξης. Να ανεβοκατεβαίνει από τον υγρό βυθό στην επιφάνεια και τον αέρα- σύμβολα του ψυχισμού και του πνεύματος- με ευλυγισία δελφινιού.
Και το σώμα ανάμεσα, ενστικτώδες και επιτακτικό, όσο απροκάλυπτα και αν εκφράζεται, καταφέρνει να αθωώνεται με την αγνότητα των αγριμιών του δάσους.
Ο ρεαλισμός βαφτίζεται στη μοναδική ποιητικότητα του λόγου της και του κλίματός της. Μια ποιητικότητα ζόφου, παθών, υποσυνείδητου εαυτού, και μεταφυσικής δίψας για ζωή και θάνατο, σμιλεύοντας ένα έργο από σάρκα, αίμα και πνεύμα. Όπου όλα μπερδεύονται γλυκά όσο και επώδυνα σε μουσική συμφωνία αντιθέτων. Σε αρχέγονα ραντεβού ανάστροφων προορισμών που ακαταπόνητα παλεύουν και αλληλοερωτεύονται”.
Μάρω Βαμβουνάκη
Ιουστίνη Φραγκούλη- Αργύρη:
“Η «Αιώνια Επιστροφή» είναι ένα πόνημα που αποκαλύπτει τη συγγραφέα του Ελένη Γκίκα στην απώτατη στιγμή της συγγραφικής της ωριμότητας. Η εγκεφαλικότητα της γραφής έχει υποχωρήσει μπροστά στην ωμότητα του ερωτικού πάθους. Το κείμενο γλυστράει σαν πεζοποίημα με ένθετα κομμάτια του παρελθόντος αλλά και σύγχρονου λογοτεχνικού γίγνεσθαι.
Μέσα απο την ερωτική ιστορία της φοβισμένης γυναίκας με τον καθηγητή, μέσα απο τα στοιχεία της προβοκατόρικης σύγχρονης ιντερνετικής εποχής, αποκαλύπτεται πάλι και πάλι πως η συγγραφέας ζεί με τις λογοτεχνικές εμμονές της, τους ήρωες των βιβλίων που διαβάζει με μανία και πάθος, προσπαθώντας να ταυτίσει στιγμές της ζωής της , κομμάτια του εαυτού της.
Οπως γράφει και πάντα θα γράφει με πιστότητα στο πνευματικό της DNA:
Δες με, μπαμπά, δες, ανεβαίνω ψηλά, ως τους πλανήτες, μπαμπά, κοίτα, πετάω!”
“Μόνο με τα βιβλία ανεβαίνεις ψηλά!”
“Δηλαδή, άμα διαβάζω, θα πετάω;”
Ο αναγνώστης απολαμβάνει ένα ερωτικό θρίλλερ αναμεμειγμένο με κριτική λογοτεχνίας και ατόφια αποσπάσματα εκπληκτικής πεζογραφίας. Πραγματικό καλλιτέχνημα , ένα βήμα πέρα από το λογοτέχνημα.
Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη
Librofilo:
“…Το λογοτεχνικό σύμπαν της Ελένης Γκίκα δεν είναι ενιαίο αλλά είναι ευδιάκριτο και (ίσως) μοναδικό. Το συνιστούν παιχνίδια της μνήμης, ποιητικός λόγος, αναφορές σε βιβλία, λόγια που δεν βρήκαν διέξοδο, γράμματα ανεπίδοτα…”
Librofilo
Reader-Diggest:
“Έρωτας τρομοκράτης ή μήπως η τρομοκρατία του έρωτα; Η Ελένη Γκίκα, παίζοντας με το χρόνο σε ένα λογοτεχνικό ταίρι του ’’Μη αναστρέψιμος’’ κτίζει λέξη-λέξη, πρόταση-πρόταση ένα ψηφιδωτό έρωτα, τρομοκρατίας, βιβλιοφιλίας σε ένα απαράμιλλο καμβά για απαιτητικούς αναγνώστες”.
Reader's – diggest
Αρετή Κολλάτου:
Όταν έπιανα στα χέρια μου το βιβλίο της Ελένης Γκίκα, δεν μπορούσα να φανταστώ το δέος που αρχικά θα βίωνα μπροστά στις απαιτήσεις μιας τέτοιας επιμέλειας. Δέος, που σταδιακά −πρωτεϊκά θα έλεγα− έπαιρνε τη μορφή έκπληξης.
«Έκρηξη» θα το έλεγα.
Τώρα, καθώς βρισκόμαστε στο τέλος αυτής της πορείας, μπορώ να το πω: Η Ελένη Γκίκα δεν είναι συνηθισμένη συγγραφέας• και δεν μπορείς να τη δεις μονοσήμαντα. Αυτό τουλάχιστον δείχνει το βιβλίο της Αιώνια επιστροφή.
Έχοντας όραμα ζωής υψηλό, η Γκίκα τολμά να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο μέσα από τριτοπρόσωπη γραφή, να αγγίξει και να φανερώσει πτυχές του ψυχισμού της, να αφεθεί στα χέρια του Στάλκερ-καθοδηγητή −πατέρα, ή εραστή θα τον πει−, να ζήσει τη «χάρτινη», όπως τη λέει, ζωή αλαφροπερπατώντας στα μονοπάτια του βιβλίου• των βιβλίων που την περιτριγυρίζουν και της δίνουν πνοή. Τολμά, κυρίως, να περάσει μέσα από τη φωτιά της «διαρκούς και προδομένης» επανάστασης, και να σωθεί!
Οι ήρωες του βιβλίου της είναι κομμάτια του εαυτού της. Η ίδια είναι και η «ατσαλάκωτη» και ρομαντική Όλγα, και η οραματίστρια Μαρίλη, και ο αγέρωχος, πλην τώρα σιωπών Καθηγητής −πατέρας-Στάλκερ και θεός-τιμωρός−, και η εύθραυστη «Κόκκινη Άννα»-μητέρα, και ο Ορέστης − Στάλκερ κι αυτός, ή «Ορέστης από το πουθενά». Θα κρύβεται στην αγκαλιά της γιαγιάς Όλγας και θα γίνεται «άλλη», θα υποκύπτει καθημερινά στην Γκλόρια και θα «πεθαίνει», θα ονειρεύεται μέσα από τις νότες της μαντάμ Ζιλιέτ και θα ταξιδεύει, θα μεταμορφώνεται συχνά σε Αλίκη, για να φτάσει εκεί που οι φόβοι της δεν της ανοίγουν το δρόμο να τον διαβεί…
Διαβάζοντας το βιβλίο, συνειδητοποίησα ότι προσφέρεται για περισσότερες της μιας αναγνώσεις: και με πορεία γραμμική −η ιστορία, με τα παρένθετα πρόσωπα, με τις αναφορές-κριτικές βιβλίου−, αλλά και ακολουθώντας τους ήρωες στην επώδυνη πορεία τους προς την αυτογνωσία, στους έρωτές τους, στα ένοχα μυστικά τους, στην ανομολόγητη δράση τους.
Πώς θα βιώσει η Όλγα τον έρωτα, χωρίς τον Ορέστη και τη Μαρίλη;
Κι αν έχει χαθεί εκείνος ο Ορέστης, θα βρεθεί ο άλλος, ο «Ορέστης από το πουθενά», για να την κάνει και πάλι να ανθίσει, «σαν αρχαία πληγή» που πονά…
Τα πρόσωπα χάνονται μέσα στην αχλή του χρόνου, ο χώρος σαλεύει, οι ήρωες ταξιδεύουν και ξεπερνούν τα όρια, η κοινωνική αποσύνθεση οδηγεί σε «διαρκή και προδομένη» δράση, η μητέρα προδίδει και προδίδεται, ο πατέρας πριν «φύγει» μιλά!
Και ο έρωτας έρχεται ξανά και ξανά…
Αρετή Κολλάτου
Δημήτρης Καρύδας, δημοσιογράφος, συγγραφέας:
Η ’’Αιώνια επιστροφή’’, το καινούργιο βιβλίο της Ελένης Γκίκα, θα μπορούσε κάλλιστα για εντελώς διαφορετικούς λόγους να τιτλοφορείται μονολεκτικά: Μεταστροφή. Για όσους έχουν εντρυφήσει στις δουλειές της Ελένης Γκίκα (όσο και αν αυτό είναι πρακτικά δύσκολο λόγω του όγκου δημιουργίας της) η Αιώνια Επιστροφή αποτελεί μια μικρή αλλά εντυπωσιακή έκπληξη. Είναι ουσιαστικά το πρώτο ’’εξωστρεφές’’ βιβλίο της δημιουργού με θέμα την τρομοκρατία. Θέμα ασυνήθιστο για τα δεδομένα της Γκίκα που καταπιάνεται με την τρομοκρατία, όχι μόνο με τη μορφή που τη γνωρίζουμε από τα δελτία ειδήσεων και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αλλά κυρίως με τη συναισθηματική-ερωτική τρομοκρατία. Με σχέσεις που ακροβατούν στα όρια (αν δεν τα ξεπερνάνε σε πολλές περιπτώσεις) η Γκίκα ασυνήθιστα τολμηρή για την θεματολογία της μοιάζει να εγκαινιάζει μια καινούργια περίοδο δημιουργίας, χωρίς παράλληλα να διστάζει μπροστά στο συγγραφικό μονοπάτι που επέλεξε αυτή τη φορά. Οι φόβοι, τα άγχη, τα πρόσωπα ’’μάσκες’’ ή οι μάσκες πίσω από τα πρόσωπα, ο εντός μας κόσμος ήταν πάντοτε η αγαπημένη θεματολογία της Ελένης. Δεν την προδίδει ούτε αυτή τη φορά μόνο που αλλάζει εντυπωσιακά τη μανιέρα του κειμένου της. Ακόμη και το όχι πρωτότυπο αλλά εξαιρετικά επιτυχημένο στη χρήση του εύρημα της αντίστροφης αφήγησης, με τη γραμμή του χρόνου και των γεγονότων να μετράει αντίστροφα. Οι απόντες που γίνονται παρόντες, ζουν σε ενεστώτα χρόνο, μέσα από σημάδια και μύχιες επιθυμίες. Η Γκίκα παίζει ένα από τα αγαπημένα της παιχνίδια αφού προσδοκίες και ημιτελείς σχέσεις αποτελούν ουσιαστικά την αφορμή για να διηγηθεί μια διαφορετική ιστορία, να αναδομήσει τους ήρωες της αλλά και να μας παρουσιάσει ένα τέλειο ψυχογράφημα. Διότι σε κάθε περίπτωση όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από την έκφραση ενός τρομοκρατικού υποσυνείδητου. Και τούτη τη φορά στη γραφή της Ελένης όλα είναι εκεί, φανερά, ηχηρά και όχι υποδόρια, χαμηλόφωνα. Τουλάχιστον για όσους διαβάσουν μια φορά το βιβλίο. Εκείνοι που θα αποκτήσουν την πολυτέλεια της δεύτερης ανάγνωσης θα δουν ένα νέο κόσμο να ξεπετάγεται επιμελώς κρυμμένο σε όσους απλά διαβάζουν και δεν εμβαθύνουν. Η Γκίκα δεν ήταν ποτέ εύκολη ’’μασημένη τροφή’’ για τον αναγνώστη της. Είναι εδώ πάντως και αυτή τη φορά και τα συναντάμε όπως σε κάθε ένα από τα προηγούμενα βιβλία της: Ο ποιητικός λόγος και οι λογοτεχνικές επιρροές είναι πάντοτε στην πρώτη γραμμή μόνο που αυτή τη φορά δένουν αρμονικά και με την πλοκή ενός βιβλίου που χρειάζεται σίγουρα πάνω από μια ανάγνωση. Συστήνεται σε αφοσιωμένους αναγνώστες που έχουν μάθει να μελετάνε και να διαβάζουν και πίσω από τις γραμμές. Στη σκοτεινή πλευρά των ηρώων της Ελένης που καραδοκούν φόβοι, ερωτικά πάθη και φοβίες. Σαν ένα μουσικό κουτί που το ανοίγεις όχι για να καταλήξεις στο απόλυτο κενό αλλά στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Δημήτρης Καρύδας
Εύα Στάμου, ψυχολόγος, συγγραφέας:
Η Ελένη Γκίκα δεν ασχολείται με εύκολα θέματα και δεν διστάζει να αναμετρηθεί μέσα από τα κείμενά της με την οδύνη του χωρισμού, του ανεκπλήρωτου έρωτα, της μοναξιάς, του πένθους, και της απώλειας του αγαπημένου προσώπου. Τις ηρωίδες των βιβλίων της χαρακτηρίζει ο πόνος και η μελαγχολία όχι μόνο εξαιτίας των όσων ζουν, αλλά ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ζουν.
Το πάθος της δημιουργίας και η επιθυμία να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη της κοινής ζωής με τα αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πια χαθεί, αλλά η πένα της συγγραφέως ξανασυνθέτει στην κάθε τους λεπτομέρεια, διατρέχει τα κείμενά της Ελένης Γκίκα. Ο απών δεν ωραιοποιείται, παρουσιάζεται αντίθετα σε όλη την τρωτότητα του και παρά τις αδυναμίες και τα πάθη του κερδίζει τον έρωτα και την αφοσίωση της κεντρικής ηρωίδας.
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία της έτσι και σε αυτό η συγγραφέας διηγείται αποσπάσματα από το παρελθόν και το παρόν των ηρώων με τρόπο στοχαστικό: σκέψεις για την τέχνη, διακόπτονται από συλλογισμούς για τη φθορά, την μνήμη, την απουσία και τα σημάδια που αυτή αφήνει στην ψυχή μας, σημάδια που μετουσιώνονται σε τέχνη.
Αν και στο βιβλίο αυτό ο υποψιασμένος αναγνώστης θα ξαναβρεί στοιχεία-συμπεριλαμβανομένης της θεματολογίας- που επανέρχονται στα κείμενα της συγγραφέως, αυτή τη φορά η ατμόσφαιρα και το ύφος είναι διαφορετικά: η ιστορία παρουσιάζεται με τρόπο ευθύ και ρεαλιστικό, μα χωρίς να χάνεται η ιδιαίτερη μαγεία κι ο ερωτισμός που έχουμε συνηθίσει από προηγούμενα βιβλία της Ελένης Γκίκα. Μόνο που αυτή τη φορά ή συγγραφέας λες κι αποφάσισε χωρίς ντροπές να κοιτάξει τους αναγνώστες στα μάτια και με αφοπλιστική αυτοπεποίθηση να τους μιλήσει θαρρετά για τα βιώματα των ηρώων της ιστορίας της.
Η παράθεση των βιβλιοκρισιών που η Ελένη Γκίκα έχει συγγράψει ως κριτικός, δίνουν στον αναγνώστη τη δυνατότητα να εντοπίσει και να ενσκήψει στις πηγές έμπνευσης του πρόσφατου βιβλίου της, αφού με τρόπο δημιουργικό η συγγραφέας επεξεργάζεται στοιχεία όχι μόνο πρόσφατων Ελλήνων λογοτεχνών αλλά και σημαντικών καλλιτεχνών του παρελθόντος με πρώτο τον Αντρέι Ταρκόφσκι.
Οι διάλογοι ανάμεσα στους δύο εραστές που διανθίζουν το βιβλίο, η τολμηρή, ωμή γλώσσα των ερωτικών περιγραφών, η βασανιστική ανάγκη του θηλυκού για το αρσενικό και το αντίστροφο, δημιουργούν ρεαλιστικούς, καθημερινούς ήρωες από τη μία, αλλά από την άλλη αντικατοπτρίζουν πανανθρώπινα αρχέτυπα που επιστρέφουν αιώνια τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη.
Εύα Στάμου
Τίτσα Πιπίνου, συγγραφέας:
«Αιώνια Επιστροφή». Τι γοητευτική ιδέα! Ερώτηση ή μοίρα; Αφού μετά τις δύο αυτές λέξεις βαλμένες η μια δίπλα στην άλλη δεν υπάρχει ερωτηματικό, σίγουρα δεν είναι ερώτηση. Μήπως λοιπόν «μοίρα» που οι δυτικές ευαισθησίες μας αδυνατούν να συλλάβουν με μια πρώτη σκέψη;
Ένα πεζογράφημα που κινείται ανάμεσα στο μυθιστόρημα και το δοκίμιο, τη γλώσσα και τις αισθήσεις.
Με φράσεις μικρές, καμιά φορά μονολεκτικές, απογυμνωμένες από περιττά άρθρα και αντωνυμίες η Ελένη Γκίκα μας οδηγεί σιγά σιγά όλο και πιο βαθιά στη ρυθμική, συχνά ασθμαίνουσα πρόζα της. Φράσεις που για να φθάσεις στο βυθό τους τις διαβάζεις και τις ξαναδιαβάζεις. Και σε κάθε επανάληψη καταλαβαίνεις κι άλλα, όλο και κάτι ακόμη, όπως συμβαίνει με τα πολυεπίπεδα, με τα πυκνά αναγνώσματα.
Και μια συνομιλία σε όλο το βιβλίο με τις αγαπημένες ταινίες και τα αγαπημένα της βιβλία όλα σχολιασμένα με ένα πολύ ξεχωριστό, αισθαντικό τρόπο και μια κρυστάλλινη εσωτερικότητα όπως έκανε και στο προηγούμενο μυθιστόρημα της. Μια περιήγηση σε ταινίες και σε βιβλία με ματιά διεισδυτική που πάντα με κάνει κατόπιν να τα αναζητώ να τα διαβάσω. Όπως συνέβη με την Ογκάουα, όπως συνέβη με τον Μουρακάμι, με τη Μπαρθελό. Ποτέ δεν με απογοήτευσαν.
Έτσι γίνονται άθελα σου αγαπημένες ταινίες και βιβλία σου.
Όσα τη σημάδεψαν, όσα την έκαναν αυτό που είναι, αυτό με το οποίο πορεύεται στη ζωή και στη γραφή. Μικρά δοκίμια περί τέχνης ενταγμένα στο μυθιστόρημα που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη σκέψη και τη δράση των ηρώων. Ένα παιχνίδι ανάμεσα στη συγγραφέα τα όνειρα και τους εφιάλτες της.
Η Ελένη ζει σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία σε κάθε ράφι, σε κάθε γωνιά, στο πάτωμα, παντού. Το μυαλό της είναι γεμάτο βιβλία που έχει διαβάσει, που έχει γράψει γι αυτά, που έχει μιλήσει, έτσι και το βιβλίο της δεν θα μπορούσε να μην είναι γεμάτο από αναφορές σε αγαπημένα της αναγνώσματα. Δεν θα μπορούσε, να γίνει αλλιώς.
Δεν έχει τη μεγαλύτερη σημασία η ιστορία που αφηγείται όσο η απόλαυση να το διαβάζεις, όπως σου αρέσει να βλέπεις ένα ζωγραφικό πίνακα με όμορφα χρώματα και με κρυμμένες εικόνες που κάθε τόσο σου αποκαλύπτονται ανάλογα με την ψυχική σου διάθεση και τη στιγμή. Απλά σου αρέσει. Αυτό το «απλά μου αρέσει» ίσως να είναι αρκετό και να μη χρειάζεται άλλες λέξεις να το εξηγήσω. Αυτό είναι η τέχνη.
Ένα βιβλίο μακρά διαφορετικό από όσα έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια με το προβλέψιμο τέλος, όλα τόσο σαφή και προκαθορισμένα να κινούνται στην επιφάνεια μιας αναλώσιμης «λογοτεχνίας». Είναι σαν οι περισσότεροι συγγραφείς να αποποιούνται την πραγματικότητα, ένας τρόπος να μας κάνει να μην σκεπτόμαστε, που στο τέλος γίνεται απλά φλυαρία.
Η Ελένη Γκίκα είναι από αυτούς που εισχωρεί βαθιά στην ουσία των πραγμάτων. Δεν αναζητά τα ηχηρά εφέ, ή την κολακεία του αναγνώστη αλλά τον κάνει να ανακαλύπτει ξανά τον υπαινιγμό, το αίνιγμα, την ποίηση, τις πολλές εκδοχές του αποτελέσματος της ίδιας πράξης
Στην «Αιώνια Επιστροφή» όλα κινούνται γύρω από αυτή την ιδέα, της επιστροφής, της επανάληψης, μια ιδέα παράδοξη αλλά όχι παράλογη σύμφωνα με τους μεγάλους μαθηματικούς και φιλόσοφους. Το τυχαίο ή το μοιραίο; Οι ήρωες της δείχνουν να το υποψιάζονται, ή βαθιά να το γνωρίζουν.
Κάθε φορά που διαβάζω βιβλίο της ξεχνώ ή καλύτερα με κάνει να ξεχνώ ότι την ξέρω, ότι έχουμε μιλήσει ατέλειωτες ώρες, ότι είναι φίλη μου γιατί η Ελένη στα βιβλία της είναι μια άλλη, μια καινούργια κάθε φορά που υπερβαίνει την εικόνα της ή αυτό που νομίζεις ότι ξέρεις γι αυτήν.
Τίτσα Πιπίνου
Ρόδος Νοέμβρης 2010
Πέρσα Κουμούτση, συγγραφέας, μεταφράστρια:
Στο προηγούμενο βιβλίο της Ελένης Γκίκα, Πλήθος Είμαι, η βασική ηρωίδα της φαινομενικά εύθραυστη αλλά με την αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου που θέλει να εξορκίσει το παρελθόν του, επιχειρεί μια περιπλάνηση στους σκοτεινούς λαβυρίνθους της μνήμης. Αναδιφά σε αυτήν γυρεύοντας τραύματα και θραύσματα του παρελθόντος, ελπίζοντας, ότι με αυτή την αναδίφηση θα απολυτρωθεί από το τυραννικό της παρελθόν.
Στην "Αιώνια επιστροφή" η Ελένη Γκίκα επιστρέφει. Επιστρέφει με ένα ακόμα εκπληκτικό ταξίδι της, στο χωροχρόνο, μόνο που ετούτη η επιστροφή δεν επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσα από τη διαδικασία της επαναφοράς της μνήμης, ή από ένα πλέγμα αναπολήσεων ή αναμνήσεων, αλλά με το σθένος και τη δύναμη εκείνου που τολμά να ανασύρει την αλήθεια, να την αποκαλύψει και έπειτα να την εκθέσει γυμνή μπροστά στα μάτια των άλλων. Και όχι μόνον αυτό, αλλά είναι έτοιμη κάθε στιγμή να αναμετρηθεί μαζί της, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Η ιστορία της Ελένης είναι μια ιστορία μέσα στην Ιστορία, όπως λέει και η ίδια. Οι δυο αυτές ιστορίες άλλοτε τέμνονται και συναντιούνται και άλλοτε συγκρούονται και απομακρύνονται η μια από την άλλη, όπως συμβαίνει με όλες τις σχέσεις στη ζωή. Αλλά σε κάθε περίπτωση αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοϋποστηρίζονται με ένα μοναδικό τρόπο. Το ίδιο συμβαίνει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και ανάμεσα στους ήρωες της κάθε ιστορίας.
Ανάμεσα, σε εκείνους τους ‘αληθινούς’ τους απτούς που πλαισιώνουν τη ζωή της κεντρικής ηρωίδας της, αλλά και τους άλλους, τους χάρτινους που ξεπηδούν μέσα από τα βιβλία και τα ‘θραύσματα’ που η δημιουργός επιλέγει να μας παραθέσει. Μόνο που εδώ, ακόμα και οι ‘χάρτινοι ήρωες’ αποκτούν υπόσταση, ανάσα και πνοή. Περνοδιαβαίνουν, έξω από τα όρια της ιστορίας της με σκοπό να μας φέρουν αντιμέτωπους με τα γεγονότα τις αλήθειες, που ενώ οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε, συχνά στρέφουμε μακριά το πρόσωπό μας.
Η βασική ηρωίδα του βιβλίου Όλγα, ζει μια παράδοξη ζωή, σχεδόν σιωπηλή, ώσπου αποφασίζει να κάνει εκείνο το βήμα που η ίδια αργότερα θα προσδιορίσει ως Αιώνια Επιστροφή. Όλη της τη ζωή περιμένει ετούτη τη στιγμή, όπου θα κάνει αυτό το τολμηρό δρασκέλισμα. Έτσι κάπου ανάμεσα στα ασαφή και θολά όρια του δρόμου που επιλέγει να διανύσει, θα συναντήσει τρία ‘πρόσωπα,’ καθοριστικά και ολέθρια. Αλλά μόνο για την ίδια; Έρωτας, Λογοτεχνία, Πολιτική. Τρία πρόσωπα, τρεις βασικές πτυχές της ιστορίας που συμπλέκονται με ένα εξαιρετικό και πάντα μοναδικό τρόπο, από εκείνους που μας έχει συνηθίσει η Ελένη Γκίκα. Αλλά πάντα και σε κάθε περίπτωση ανοίγει τα μάτια μας για δούμε τα πράγματα καθαρότερα.
Το είχα πει από την αρχή, και το ξαναλέω, ελάχιστες φορές ο συμβολισμός και ο ρεαλισμός έχουν ζυμωθεί με τόση μαεστρία στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία όσο στα βιβλία της Ελένης. Και μοιάζει να το πετυχαίνει πάντα με ένα τρόπο τόσο φυσικό.
Ελένη, καλή επιτυχία σου εύχομαι, ολόψυχα, και πάντα να επιστρέφεις με συγκλονιστικά βιβλία.
Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε• αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα, θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου, θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας. Γιάννης Ρίτσος (το νόημα της απλότητας)
- ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ είπε...
-
Οι τόποι που γνωρίσαμε δε χάνονται.
Κρεμιούνται στις λέξεις και τις χειρονομίες μας,αναπαύονται στο βυθό των ματιών μας.
Τα "χνάρια" ήταν από μέταλο που έκαιγε.
Κι ακούμπησε την καρδιά μας. - 3 Μαϊ 2011 11:18:00 π.μ
1 σχόλιο:
Χμ... Καλά τα "έκλεψα"! Εύκολο ήταν!
Να θυμηθώ, Ελένη μου, να συγχαρώ τους κριτικούς, αλλά και να "σχολιάσω' λιγάκι! Ε;
Έννοια σου! και για το πιπέρι δεν είπαν τίποτα!
Τους την φυλάω! Απορία κανένας δεν είχε, πως η Ελένη μας απέκτησε κακές λεξούλες;
Γράφε, Ελένη μου, γράφε και εδώ είναι όλοι οι κριτικοί! Κι εγώ μαζί!
Πω πω! Ζόρικο πράγμα η κριτική! Πώς την αντέχεις;Κι ευτυχώς που εσύ "γράφεις" και έχεις καλές!
Φιλάκια! Σ' έκλεψα γι' απόψε!
Δημοσίευση σχολίου